Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2009

Οι ερωμένες των γκάνγκστερς


Της Νίνας Κουλετάκη

Η εικόνα και η φήμη ήταν (και είναι) το παν για τα μέλη της Μαφία. Πολλοί ενισχύουν αφελώς την εικόνα που καλλιεργείται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, πως οι μαφιόζοι δεν είναι παρά ληστές τύπου Ρομπέν των Δασών, κύριοι με τα όλα τους, που διαχωρίζουν προσεκτικά τη δουλειά από τη διασκέδαση...

Με την πάροδο του χρόνου έγινε κατανοητό ότι η συνάφεια με τη βία και η ζωή μέσα στο έγκλημα, δεν μπορεί παρά να σε κάνει βίαιο και εγκληματία. Το κοινό είχε επίσης επηρεαστεί από το Χόλυγουντ (μια βιομηχανία άμεσα συνδεόμενη με τις «οικογένειες» της Μαφία), που παρουσίαζε μια εικόνα των γκάνγκστερς, σύμφωνα με την οποία ποτέ δεν ξεπερνούσαν ορισμένα επίπεδα βίας, λειτουργούσαν και δρούσαν σύμφωνα με έναν «κώδικα τιμής», ο οποίος απαιτούσε πίστη, και αντιμετώπιζαν τις γυναίκες με σεβασμό. Ένας άνδρας που πρόδιδε τη συμμορία ήταν σίγουρο πως θα πέθαινε, η γυναίκα του, όμως, παρέμενε στο απυρόβλητο.
Αλλά η εντύπωση αυτή απείχε πολύ από την πραγματικότητα. Ο περιβόητος κώδικας τιμής παραμερίστηκε από ισχυρές νομικές συνεργασίες και αυξημένα πισώπλατα μαχαιρώματα μέσα στις συμμορίες. Στη θέση του ήρθε το «ο καθένας για τον εαυτό του» και ο έξυπνος μαφιόζος γνωρίζει πως οι σημερινοί φίλοι του είναι οι αυριανοί εχθροί του και εν δυνάμει εκτελεστές του. Το ίδιο ισχύει και για τα κορίτσια των γκάνγκστερς. Η γυναίκα ή η ερωμένη του μαφιόζου δεν βρίσκεται υπεράνω τιμωρίας, καθώς τα πράγματα και τα πρόσωπα που ενδέχεται να γνωρίζει είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο πως θα τη στείλουν να ακολουθήσει τον δολοφονημένο σύντροφό της.
Είναι αλήθεια πως πάντα υπήρχαν –και εξακολουθούν να υπάρχουν- αρκετοί σεμνότυφοι άνθρωποι στο οργανωμένο έγκλημα. Παλιομοδίτες μαφιόζοι, που ενδιαφέρονται περισσότερο για τις επιχειρήσεις τους, παρά για ερωμένες και νυχτερινά κέντρα. Κάποιοι άλλοι παίρνουν τους όρκους των γάμων τους πολύ σοβαρά και συνειδητά δεν ψάχνουν για γυναικεία συντροφιά έξω από αυτόν. Αντιμετωπίζουν τις επίδοξες ερωμένες με περιφρόνηση και δεν θέλουν καμία σχέση μαζί τους. Τα πρώτα χρόνια της Ποτοαπαγόρευσης και του οργανωμένου εγκλήματος, άνδρες όπως οι Johnny Torrio και Dion O‘Banion, ήταν γνωστοί για την απαξίωση που επεφύλασσαν στις «γκόμενες» που συνήθως προσέλκυαν οι γκάνγκστερς. Ο Torrio ήταν επικεφαλής του δικτύου πορνείας του Σικάγο για πολλά χρόνια, χωρίς όμως ποτέ να «δοκιμάσει το εμπόρευμα». Ο O‘Banion ήταν απόλυτα μονογαμικός, για τον οποίον το ανθοπωλείο του και η οικογένειά του ήταν εξίσου σημαντικά με την επιχείρηση λαθρεμπορίου που είχε στήσει.
Υπήρχε, όμως, και η άλλη πλευρά. Τόσο ο Willie Moretti όσο και ο Al Capone, κατέληξαν σχεδόν ηλίθιοι από σύφιλη, η οποία δεν διαγνώστηκε και θεραπεύτηκε εγκαίρως, που τη χρωστούσαν στις αναρίθμητες πόρνες που τους είχαν «εξυπηρετήσει». Ο Lucky Luciano ισχυρίστηκε πως επεδίωξε να κολλήσει κάποιο αφροδίσιο νόσημα από μια πόρνη, προκειμένου να αποφύγει τη στράτευση κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ακόμα υπήρχε και μια τρίτη κατηγορία, που ζούσαν με έναν τρόπο την ιδιωτική τους ζωή και δρούσαν με εντελώς διαφορετικό δημόσια. Ο Sam Giancana είχε δεσμό με τη Judith Campbell Exner και τη Phyllis Maguire, αλλά σκότωσε κάποιον που «ατίμασε» την κόρη του.
Ο Moretti έστειλε ένα τηλεγράφημα στο φίλο του Frank Sinatra, στο οποίο του έλεγε πόσο δυσαρεστημένος ήταν από τα «τσιλιμπουρδίσματά» του και τη φημολογούμενη σχέση του με την ηθοποιό Ava Gardner, και τον προέτρεπε να σκεφτεί την «αγαπημένη του σύζυγο και τα παιδιά τους»
Αλλά ακόμα κι αυτοί οι παλιομοδίτες τύποι αντιλαμβάνονταν πως, ορισμένες φορές, η σύζυγος ή η φιλενάδα ενός γκάνγκστερ ήταν επικίνδυνη και έπρεπε να σωπάσει για πάντα. Πάντα ήταν έτσι και πάντα θα είναι έτσι, για όσο το οργανωμένο έγκλημα εξακολουθεί να υπάρχει.

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα για τον τρόπο που οι γκάνγκστερς αντιμετώπιζαν τις γυναίκες, είναι η ιστορία της 19χρονης Cherie Golden, μιας νεοϋορκέζας που έκανε το λάθος να δουλέψει λίγο πιο στενά με τον φίλο της John Quinn, κλέφτη αυτοκινήτων. Και οι δύο κατέληξαν νεκροί, όταν ο δρόμος τους διασταυρώθηκε με αυτόν των αιμοδιψών και αδίστακτων Roy DeMeo και Nino Gaggi, οι οποίοι εναντιώνονταν στην επιτυχία του Quinn, που απειλούσε τα κέρδη από τι δική τους παρόμοια επιχείρηση.
Στη δίκη που ακολούθησε τη δολοφονία του Gaggi, το 1985, ένας από τους βασικούς μάρτυρες, ο Dominick Montiglio και επτά ακόμη, κατέθεσαν πως ο Quinn είχε «σημαδευτεί» από τον Gaggi ο οποίος προχώρησε στην εκτέλεσή του. Ο καταδικασμένος για κλοπές αυτοκινήτων Joseph Bennett κατέθεσε, πως κάποιος από την οικογένεια Gaggi τον πλησίασε μια εβδομάδα πριν τη δολοφονία του Quinn, στις 20 Ιουλίου του 1977, για να του αναθέσει το συμβόλαιο θανάτου για τον Quinn. Η αμοιβή του θα ήταν 20.000 δολάρια, αν σκότωνε μαζί και τη Golden.
Όταν οι δικαστές τον ρώτησαν γιατί έπρεπε ο Quinn να πεθάνει, ο Bennett απάντησε πως αυτό ήταν το μόνο που μπορούσε να γίνει, καθώς ο Quinn αν και είχε συλληφθεί, δικαστεί και καταδικαστεί, είχε αφεθεί ελεύθερος. Αυτό μόνο ένα πράγμα μπορούσε να σημαίνει: ο Quinn είχε «κελαηδήσει».

Ο Quinn και η Golden πυροβολήθηκαν και, ενώ ο πρώτος βρέθηκε πεταμένος σε ένα χωράφι, φορώντας τις πυτζάμες του και με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη, το μισόγυμνο πτώμα του κοριτσιού βρέθηκε μέσα σε ένα κλεμμένο αυτοκίνητο, παρκαρισμένο κάπου στο Brooklyn. Δεν είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά, παρόλο που η ιατροδικαστική εξέταση απέδειξε πως την είχαν γδύσει μετά θάνατο, για να μην συσχετιστεί ο φόνος της με εκείνου του Quinn, αλλά να θεωρηθεί σεξουαλικό έγκλημα.
Ο Paul Castellano, αρχηγός της «οικογένειας» Carlo Gambino, αντέδρασε στη δολοφονία του κοριτσιού και ρώτησε τον Gaggi γιατί αυτή ήταν απαραίτητη. Η απάντηση ήταν πως το κορίτσι, από τη στιγμή που συνεργαζόταν και επαγγελματικά με τον Quinn, ήταν το ίδιο επικίνδυνη με αυτόν και έπρεπε το «ζήτημα να τακτοποιηθεί».

http://eglima.wordpress.com

Read more...

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2009

Λίγα λόγια για τη Μαφία


Η Μαφία πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές του 19ου αιώνα με τη μορφή τοπικών ομάδων κακοποιών. Τα αίτια της ανάπτυξής της θεωρούνται η φεουδαρχία της εποχής και οι οικονομικές συνθήκες της Σικελίας.

Ο Benito Mussolini συγκρούσθηκε με τη Μαφία και φυλάκισε αρκετούς Μαφιόζους, πολλές φορές μόνο με ενδείξεις. Για αυτό το λόγο και μέλη της Μαφίας, ανάμεσά τους και ο Lucky Luciano, συνεργάστηκαν με τις ΗΠΑ εναντίον του Mussolini.

Η Μαφία έγινε και πάλι ισχυρή μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

Τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 μία σειρά εσωτερικών συγκρούσεων οδήγησε στο θάνατο πολλών παλιών μελών της Μαφίας. Έτσι, μία νέα γενιά από γκάνγκστερ έκανε την εμφάνισή της και η οποία εκσυγχρόνισε τις παράνομες δραστηριότητες.

Στις ΗΠΑ η Μαφία έκανε την εμφάνισή της στα μέσα του 20ου αιώνα. Μία σειρά από έρευνες του FBI τις δεκαετίες του '70 και του '80 περιόρισαν την επιρροή της.

Σήμερα η ιταλοαμερικανική Μαφία παραμένει η πιο ισχυρή εγκληματική οργάνωση στις ΗΠΑ και ελέγχει σε μεγάλο βαθμό τις παράνομες δραστηριότητες στο Σικάγο και τη Νέα Υόρκη.

Η λέξη Omerta σημαίνει ανδρισμός και αναφέρεται στην αυτοδικία. Με την πάροδο των ετών πήρε την έννοια του κώδικα σιωπής της Μαφίας.

Η δομή και η εθιμοτυπία της Μαφίας βασίστηκε στις πρώιμες ομάδες των Καθολικών Χριστιανών, στη Μασονία και σε ιπποτικά τάγματα, επηρεασμένες από τις οικογενειακές παραδόσεις της Σικελίας.

Ο Αρχηγός, το κεφάλι της οικογένειας, έχει την ισχύ ενός δικτάτορα. Παίρνει μερίδιο από κάθε δραστηριότητα κάθε μέλους της οικογένειας. Η εκλογή του γίνεται κατόπιν ψηφοφορίας των επικεφαλής των ομάδων της οικογένειας.

Ο Consigliere είναι ένας σύμβουλος της οικογένειας. Συνήθως είναι έμπιστοι γκάνγκστερ που φροντίζουν να έχουν ένα φαινομενικά νόμιμο δημόσιο πρόσωπο.
Σε πρόσφατη έρευνα αποκαλύφθηκε ότι 9 στα 10 μπαρ και καφετέριες της Σικελίας πληρώνουν προστασία στη Μαφία.

Ανάμεσα στις δραστηριότητες της Μαφίας είναι οι εκβιασμοί, η διακίνηση ναρκωτικών, το λαθρεμπόριο και η συμμετοχή σε έργα του Δημοσίου. Μετά τις εκλογές της Ιταλίας, αρκετοί ήταν αυτοί που υποστήριξαν ότι η σύλληψη του Provenzano δεν ήταν συμπτωματική και συνδεόταν με την ήττα του, Silvio Berlusconi.

Η επιχείρηση «Καθαρά Χέρια» ήταν μία προσπάθεια των ιταλικών αρχών να ξεσκεπάσουν σκάνδαλα πολιτικής διαφθοράς, μετά την υπόθεση του Banco Ambrosiano, το 1982, η οποία ενέπλεκε τη Μαφία, το Βατικανό, επιχειρηματίες και πολιτικούς. Η επιχείρηση είχε ως αποτέλεσμα την αυτοκτονία πολιτικών, δικαστικών και επιχειρηματιών αλλά και την εξαφάνιση πολλών κομμάτων εκείνης της εποχής.

Στις 23 Μαΐου 1992 ο δικαστής Giovanni Falcone, ενεργός μέλος της επιχείρησης «Καθαρά Χέρια» και επικεφαλής των ερευνών κατά της Μαφίας, δολοφονήθηκε μαζί με τη σύζυγό του και 3 σωματοφύλακες με εκρηκτικό μηχανισμό στο αυτοκίνητό του. Λίγους μήνες αργότερα, ο συνεργάτης του, Paolo Borsellino, δολοφονήθηκε με τον ίδιο τρόπο. Ο Salvatore Riina συνελήφθηκε το 1993 μαζί με τον Giovanni Brusca και καταδικάστηκε για αυτά τα δύο εγκλήματα.


Η Σικελική Μαφία, ή πιο απλά Μαφία, ή ακόμη πιο σωστά Κόζα Νόστρα, είναι μια εγκληματική μυστική οργάνωση ανδρών η οποία δημιουργήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα στη Σικελία της Ιταλίας. Παρακλάδι της εμφανίστηκε στην ανατολική ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών περί τα τέλη του 19ου αιώνα, μετά από διάφορα κύματα μεταναστών από τη Σικελία.

Λεξικό της ιταλικής γλώσσας, το Devoto-Oli, περιγράφει τη μαφία ως: "Ένα σύμπλεγμα μικρών, υπόγειων οργανώσεων (οι συμμορίες) οι οποίες χαρακτηρίζονται από κώδικα σιωπής (η ομερτά) και ασκούν κάποιον έλεγχο σε επιχειρηματικές δραστηριότητες, καθώς και στη διοίκηση της Σικελίας".

Σύμφωνα με τον ιστορικό Πάολο Πετσίνο: "Η μαφία είναι ένα είδος οργανωμένου εγκλήματος το οποίο όχι μόνο δραστηριοποιείται σε διάφορα παράνομα πεδία, αλλά έχει επίσης την τάση να ασκεί κυριαρχία - η οποία κανονικά ανήκει στις δημόσιες αρχές - σε μια συγκεκριμένη περιοχή […]. Είναι συνεπώς ένα είδος εγκληματικότητας από το οποίο εξυπακούονται κάποιες προϋποθέσεις: η ύπραξη ενός σύγχρονου κράτους που διεκδικεί το αποκλειστικό δικαίωμα για νόμιμο μονοπώλιο στη βία· μια οικονομία χωρίς φεουδαρχικά στοιχεία […]· την ύπαρξη βίαιων ανθρώπων με δυνατότητα να διοικούνται από μόνοι τους και να επιβάλλονται ακόμη και στις άρχουσες τάξεις".



Read more...

Προέλευση του όρου "μαφία"

Η λέξη "mafia" προέρχεται από το παλιό σικελικό επίθετο "mafiusu", το οποίο έχει τις ρίζες του στο αραβικό mahjas που σημαίνει αυτόν που κομπάζει με επιθετικό τρόπο. Μια κυριολεκτική μετάφραση είναι το "κόρδωμα", η "πόζα", αλλά μπορεί επίσης να μεταφραστεί ως "τόλμη", "νταηλίκι". Αναφερόμενο σε κάποιον, το "mafiusu" στη Σικελία του 19ου αιώνα ήταν ασαφές και σήμαινε αυτόν που εκφοβίζει, τον τραμπούκο, υπερόπτη, τολμηρό, δραστήριο, και περήφανο, σύμφωνα με τον ακαδημαϊκό Diego Gambetta.


Η σύνδεση της λέξης με την εγκληματική μυστική οργάνωση έγινε για πρώτη φορά στο θεατρικό έργο "I mafiusi di la Vicaria", των Τζουζέπε Ριτσότο και Γκαετάνο Μόσκα, του οποίου κεντρική υπόθεση είναι εγκληματικές συμμορίες στη φυλακή του Παλέρμο. Οι λέξεις "Mafia" ή "mafiusi" (πληθυντικός του "mafiusu") δεν αναφέρονται καμιά στιγμή στο έργο, και κατά πάσα πιθανότητα μπήκαν στον τίτλο μόνο για να δώσουν τοπικό χρώμα.

Έτσι, η σύνδεση της λέξης "mafiusi" με τις εγκληματικές συμμορίες έγινε από τον τίτλο του θεατρικού έργου, σε μια περίοδο που οι συμμορίες αυτές ήταν κάτι καινούργιο στη σικελική και ιταλική κοινωνία. Συνεπώς, η λέξη "μαφία" δημιουργήθηκε από ένα καθαρά λογοτεχνικό κείμενο, το οποίο λίγη σχέση είχε με την πραγματικότητα και που χρησιμοποιήθηκε από τρίτους για να την περιγράψει. Ο όρος "μαφία" χρησιμοποιήθηκε έπειτα στις πρώτες εκθέσεις και αναφορές του ιταλικού κράτους στο φαινόμενο. Η λέξη "μαφία" έκανε την πρώτη της επίσημη εμφάνιση το 1865 σε μια έκθεση του νομάρχη του Παλέρμο, τον μαρκήσιο Φιλίπο Αντόνιο Γκουαλτέριο.

Ο Λεοπόλντο Φρανκέτι, Ιταλός βουλευτής που ταξίδεψε στη Σικελία και έγραψε μια από τις πιο έγκυρες εκθέσεις για τη μαφία το 1876, περιέγραψε τον όρο 'Μαφία': "ο όρος μαφία βρήκε μια τάξη βίαιων εγκληματιών που ήταν έτοιμοι και περίμεναν ένα όνομα για να τους ορίσει και, δεδομένου του ειδικού τους χαρακτήρα και σημασίας στη σικελική κοινωνία, είχαν το δικαίωμα να έχουν διαφορετικό όνομα από τους κοινούς εγκληματίες σε άλλες χώρες".

Κάποιοι παρατηρητές είδαν τη "μαφία" ως ένα σύνολο θετικών χαρακτηριστικών που ήταν ριζωμένα στη λαϊκή κουλτούρα, ως ένα "τρόπο ζωής", όπως φαίνεται στον ορισμό που δίνει ο Σικελός εθνογράφος Τζουζέπε Πιτρέ στα τέλη του 19ου αιώνα: "Η μαφία είναι η συνείδηση της αξίας του ατόμου, η βεβιασμένη ιδέα της ατομικής δύναμης ως ο μόνος κριτής σε κάθε διαμάχη, σε κάθε σύγκρουση συμφερόντων ή ιδεών."[3]

Πολλοί Σικελοί δεν θεωρούσαν αυτούς τους ανθρώπους εγκληματίες, αλλά πρότυπα και προστάτες, δεδομένου ότι το κράτος δεν πρόσφερε καμιά προστασία στους φτωχούς και τους αδύνατους. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, στην επιτύμβια επιγραφή του θρυλικού αφεντικού της Βιλάλμπα, Καλότζερο Βιτσίνι αναγραφόταν ότι "η 'μαφία' του του δεν ήταν εγκληματική, ήταν ο σεβασμός του νόμου, η υπεράσπιση όλων των δικαιωμάτων, η μεγαλοσύνη. Ήταν αγάπη." Εδώ η "μαφία" σημαίνει κάτι σαν περηφάνια, τιμή ή ακόμη και κοινωνική ευθύνη: μια στάση, όχι μια οργάνωση. Ομοίως, το 1925 ο πρώην πρωθυπουργός της χώρας Βιτόριο Εμμανουέλε Ορλάντο δήλωσε στην ιταλική γερουσία ότι ήταν περήφανος που ήταν "μαφιόζος", διότι η λέξη σήμαινε τιμή, ευγένεια, γενναιοδωρία.


Read more...

Δομή της σικελικής Κόζα Νόστρα

Τις γνώσεις αναφορικά με την εσωτερική οργάνωση της σικελικής μαφίας τις οφείλουμε στο έργο του Τζοβάνι Φαλκόνε, του πρώτου Ιταλού δικαστή που αντιμετώπισε με σοβαρότητα και επιτυχία τη μαφία.

Η οργάνωση Κόζα Νόστρα αποτελείται από μαφιόζους που αυτοαποκαλούνται uomini d'onore (άνδρες τιμής) και η δομή της είναι κάθετη και έχει σχήμα πυραμίδας. Στη βάση της οργάνωσης βρίσκονται οι famiglie (οικογένειες), στις οποίοι όλα τα μέλη γνωρίζονται μεταξύ τους, που διοικούνται από τον capo-famiglia (ο Δον, το αφεντικό της οικογένειας).

Άλλα σημαντικά πρόσωπα είναι ο sottocapo (υπό του αφεντικού) και οι consiglieri (σύμβουλοι), οι οποίοι δεν είναι περισσότεροι από τρεις. Οι οικογένειες χωρίζονται σε ομάδας των 10 ανδρών, τις λεγόμενες decine (δεκάδες), διοικούμενες από τον capo-decina (αφεντικό, ομαδάρχης). Τρεις οικογένειες σε μια περιοχή αποτελούν το mandamento (περιοχή), του οποίου εκπρόσωπος είναι ο capo-mandamento (αφεντικό της περιοχής), ο οποίο κατά κανόνα δεν είναι αφεντικό κάποιας από τις οικογένειες ώστε να μην τυγχάνει καμιά προνομιακής μεταχείρισης. Οι διάφοροι capi-mandamento απαρτίζουν μια commissione ή cupola (επαρχιακή επιτροπή), η πιο σημαντική από τις οποίες είναι εκείνη του Παλέρμο. Αυτής της επαρχιακής επιτροπής προεδρεύει από κάποιον capo-mandato ο οποίος, για να τονιστεί ο ρόλος του ως "πρώτος μεταξύ ίσων", αρχικά ονομαζόταν segretario (γραμματέας), αν και φαίνεται ότι σήμερα έχει πάρει τον τίτλο capo (αφεντικό). Για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν υπήρχε η ανάγκη για κάποιο όργανο ανώτερο από την επαρχιακή επιτροπή, δεδομένου ότι σχεδόν όλες οι οικογένειες βρίσκονταν στην επαρχία του Παλέρμο. Όταν όμως η οργάνωση άπλωσε ρίζες σε όλη τη Σικελία, προέκυψε η ανάγκη για μια περιφερειακή επιτροπή, τη λεγόμενη interprovinciale (διεπαρχιακή), στην οποία μετείχαν όλοι οι εκπρόσωποι των διαφόρων επαρχιών και όπου ο τίτλος του capo διδόταν στο αφεντικό της πιο ισχυρής επαρχιακής επιτροπής, δηλαδή του Παλέρμο.

Τα τελευταία χρόνια, μετά την αναδιοργάνωση που επήλθε μετά τα πλήγματα από τις αρχές ασφαλείας, η δομή που ήταν ήδη πολύ απλή έγινε ακόμη λιγότερο κάθετη και λιγότερο τοπική: εικάζεται (δεν υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία) ότι οι νέες οικογένειες της Κόζα Νόστρα απαρτίζονται περισσότερο βάσει της λειτουργίας παρά της γεωγραφικής περιοχής.

Η εγκληματική δραστηριότητα της Κόζα Νόστρα έχει δύο πτυχές. Από τη μια, προσπαθεί να εγγυηθεί τον έλεγχο της περιοχής όπου βρίσκεται, μέσω της οικονομικής επιβολής στις εμπορικές και βιομηχανικές δραστηριότητες της ζώνης, και να τιμωρήσει άμεσα και σκληρά όποιον αντιτίθεται ή αρνείται (η προστασία). Από την άλλη, προσπαθεί να έχει επιρροή στην πολιτική εξουσία και τους αξιωματούχους του κράτους, μέσω της προσφοράς χρημάτων και ψήφων, ώστε να μπορεί να διεξάγει ανενόχλητη τις δραστηριότητές της. Με αυτό τον τρόπο μπορεί να αντιμετωπίζει οποιονδήποτε εχθρό, είτε του υποκόσμου είτε θεσμικό, από θέση ισχύος και να έχει πάντοτε ένα σίγουρο καταφύγιο και φίλους στους οποίους μπορεί να προστρέξει, συχνά εκμεταλλευόμενη ακόμη και τις δυνάμεις του ίδιου του κράτους.



Read more...

Ιστορία της σικελικής Κόζα Νόστρα

Απαρχές

Υπάρχει εδώ και πολλά χρόνια διαφωνία κατά πόσο η μαφία πηγαίνει πίσω στον μεσαίωνα. Αυτό πίστευε ο αποβιώσας "λιποτάκτης" Τομάζο Μπουσκέτα, ενώ ακαδημαϊκοί σήμερα πιστεύουν το αντίθετο. Δεν αποκλείεται η 'αρχική' μαφία να σχηματίστηκε ως μυστική οργάνωση τον 15ο αιώνα για να προστατέψει τους Σικελούς από ισπανικές λεηλασίες, ωστόσο οι ενδείξεις για κάτι τέτοιο είναι ελάχιστες. Δεν αποκλείεται επίσης ο μύθος του 'Ρομπέν των Δασών' να καλλιεργήθηκε εξ αρχής με στόχο να κερδίσουν οι μαφιόζοι την εμπιστοσύνη και την εκτίμηση του σικελικού λαού.

Μετά τις επανάσταση του 1848 και την επανάσταση του 1860, στη Σικελία δημιουργήθηκε χάος και αναταραχή. Οι πρώτοι μαφιόζοι, τότε μικρές, χωριστές ομάδες ατόμων εκτός νόμου, εξεγέρθηκαν. Ο συγγραφέας Τζον Ντίκι θεωρεί ότι οι βασικοί λόγοι που οδήγησαν σε αυτό ήταν η ευκαιρία που είχαν, μέσα στο χάος αυτό, για να κάψουν αστυνομικά έγγραφα και στοιχεία και να σκοτώσουν αστυνομικούς και πληροφοριοδότες. Όμως, όταν με την εγκαθίδρυση νέας κυβέρνησης στη Ρώμη κατέστη εμφανές ότι το αυτό το έργο θα ήταν δύσκολο, οι μαφιόζοι άρχισαν στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα να αλλάζουν τις μεθόδους και τεχνικές τους. Η προστασία των λεμονοδασών και των κτημάτων της ντόπιας αριστοκρατίας ήταν προσοδοφόρα, αν και επικίνδυνη, επιχείρηση. Το Παλέρμο ήταν αρχικά ο κύριος χώρος αυτής της δραστηριότητας, αλλά η κυριαρχία της σικελικής μαφίας σύντομα εξαπλώθηκε σε όλη τη δυτική Σικελία. Για να δυναμώσει τους δεσμούς μεταξύ των διαφόρων συμμοριών και να διασφαλίσει μεγαλύτερα κέρδη και ασφαλέστερο περιβάλλον εργασίας, είναι πιθανό η μαφία ως οργάνωση να σχηματίστηκε αυτή την περίοδο, γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα.

Η μαφία μετά την ενοποίηση της Ιταλίας

Από το 1860, τη χρονιά που η Σικελία και τα Παπικά κράτη ενσωματώθηκαν στο νέο ενοποιημένο ιταλικό κράτος, οι Πάπες πρόσκεινταν εχθρικά στο νέο κράτος. Από το 1870 ο Πάπας δήλωνε ότι ήταν πολιορκημένος από το ιταλικό κράτος και ενεθάρρυνε τους καθολικούς να αρνηθούν κάθε συνεργασία με το κράτος. Στην ηπειρωτική Ιταλία αυτό είχε ειρηνικό χαρακτήρα. Η Σικελία ήταν πολύ καθολική, αν και με πολύ τοπικό τρόπο, και έβλεπε με καχυποψία τους ξένους. Η τριβή μεταξύ της Εκκλησίας και του ιταλικού κράτους έδωσε μεγάλο πλεονέκτημα σε βίαιες εγκληματικές συμμορίες στη Σικελία, οι οποίες περνούσαν στους κατοίκους των αγροτικών και των αστικών περιοχών τον ισχυρισμό ότι η συνεργασία με την αστυνομία (η οποία εκπροσωπούσε το νέο ιταλικό κράτος) ήταν αντι-καθολική πράξη. Ήταν την εικοσαετία που ακολούθησε την ενοποίηση του 1860 που ο όρος 'μαφία' επήλθε στην προσοχή του ευρύτερου κοινού, αν και θεωρείτο περισσότερο μια στάση και σύστημα αξιών παρά μια οργάνωση.

Η πρώτη αναφορά της 'μαφίας' σε επίσημη νομική τεκμηρίωση έγινε στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν κάποιος Δρ Γκαλάτι δέχτηκε απειλές από έναν τοπικό μαφιόζο που προσπαθούσε να εκδιώξει τον Γκαλάτι από το λεμονόδασος που ανήκε στον τελευταίο για να το θέσει υπό δικό του έλεγχο. Η προστασία (με εκβιασμό), η κλοπή ζώων και η δωροδοκία κρατικών αξιωματούχων ήταν οι κύριες πηγές εισοδήματος και προστασίας της πρώιμης μαφίας. Η Κόζα Νόστρα πήρε επίσης πολλά στοιχεία από μασονικούς όρκους και τελετουργίες, όπως την περίφημη τελετή μύησης.

Η περίοδος του φασισμού

Κατά τη διάρκεια της φασιστικής περιόδου στην Ιταλία, ο Τσέζαρε Μόρι, νομάρχης του Παλέρμο, χρησιμοποίησε ειδικές εξουσίες που του δόθηκαν για να διώξει τη μαφία, αναγκάζοντας πολλούς μαφιόζους να καταφύγουν στο εξωτερικό από φόβο φυλάκισης. Πολλοί από τους μαφιόζους που έφυγαν πήγαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως ο Τζόζεφ Μπονάνο, που είχε το παρατσούκλι Joe Bananas, ο οποίος ήταν ηγετική μορφή στο αμερικανικό παρακλάδι της μαφίας. Όμως, όταν ο Μόρι άρχισε να διώκει τους μαφιόζους που ανήκαν στη φασιστική ιεραρχία απομακρύνθηκε και οι φασιστικές αρχές δήλωσαν ότι η μαφία είχε διαλυθεί. Παρά την επίθεσή του στα "αδέλφια" τους, ο Μουσολίνι είχε οπαδούς ανάμεσα στη μαφία της Νέας Υόρκης, όπως τον Βίτο Τζενοβέζε.

Η μεταπολεμική αναβίωση

Μετά τον φασισμό, η μαφία απέκτησε ξανά δύναμη στην Ιταλία μόνο μετά που παραδόθηκε η χώρα τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την αμερικανική κατοχή. Οι Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποίησαν τις ιταλικές διασυνδέσεις των Αμερικανών μαφιόζων κατά τη διάρκεια της εισβολής στην Ιταλία και Σικελία το 1943. Ο Λάκι Λουσιάνο και άλλα μέλη της μαφίας που είχαν φυλακιστεί στις ΗΠΑ παρείχαν πληροφορίες στις στρατιωτικές μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ και χρησιμοποίησαν την επιρροή του Λουσιάνο για να διευκολύνουν την προέλαση των αμερικανικών στρατευμάτων. Επιπλέον, ο έλεγχος των λιμανιών από τον Λουσιάνο απέτρεψε σαμποτάζ από πράκτορες των δυνάμεων του Άξονα.

Το αμερικανικό Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών, πρόδρομος της CIA, εσκεμμένα άφησε τη μαφία να επανακτήσει την κοινωνική και οικονομική της θέση ως πολέμιος του κράτους στη Σικελία. Αυτό, σε συνδυασμό με τη συμμαχία των ΗΠΑ και της μαφίας που έγινε το 1943, αποτέλεσε το καθοριστικό σημείο στην ιστορία της μαφίας και τα νέα θεμέλια για τα 60 χρόνια που ακολούθησαν. Άλλοι, όπως ο ιστορικός Φραντσέσκο Ρέντα από το Παλέρμο, υποστήριξαν ότι δεν έγινε ποτέ τέτοια συμμαχία, αλλά ότι η μαφία εκμεταλλεύτηκε το χάος της μετα-φασιστικής Σικελίας για να επανακτήσει την κοινωνική της ισχύ. Επ' αυτού, το Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών πράγματι στην "Έκθεση για το πρόβλημα της Μαφίας", η οποία συντάχθηκε το 1944 από τον πράκτορα Γ.Ε. Σκότεν, επεσήμανε την αναβίωση της μαφίας και προειδοποίησε για τους κινδύνους που μπορούσε να επιφέρει στη δημόσια τάξη και την οικονομική πρόοδο.

Ένα ακόμη όφελος από την προοπτική των αμερικανικών συμφερόντων ήταν ότι πολλοί Σικελοί-Ιταλοί μαφιόζοι ήταν σκληροπυρηνικοί αντι-κομουνιστές. Συνεπώς, ήταν πολύτιμοι συνεργάτες των αντι-κομουνιστών Αμερικανών, οι οποίοι τους χρησιμοποίησαν για να κτυπήσουν τα σοσιαλιστικά και κομουνιστικά στοιχεία στην αμερικανική ναυτιλιακή βιομηχανία, τα αντιστασιακά κινήματα κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τοπικές και περιφερειακές διοικήσεις σε περιοχές όπου είχε δύναμη η μαφία.

Σύμφωνα με τον Άλφρεντ Γ. Μακκόι, ειδικό σε θέματα εμπορίας ναρκωτικών, επιτράπηκε στον Λουσιάνο να διευθύνει το εγκληματικό του δίκτυο από το κελί της φυλακής ως αντάλλαγμα για τη βοήθεια που προσέφερε. Μετά τον πόλεμο, ως επιβράβευση, αποφυλακίστηκε και απελάθηκε στην Ιταλία, όπου μπόρεσε να συνεχίσει την εγκληματική του δράση ανενόχλητος. Πήγε στη Σικελία το 1946 και, σύμφωνα με το βιβλίο του Μακκόι Η πολιτική της ηρωϊνής στη νοτιοανατολική Ασία (1972), προχώρησε σε συμμαχία με την κορσικανική μαφία, η οποία οδήγησε σε ένα τεράστιο διεθνές δίκτυο εμπορίας ηρωίνης, με προμήθεια αρχικά από την Τουρκία και με βάση τη Μασαλία, γνωστό διεθνώς ως "French Connection".

Αργότερα, όταν η Τουρκία άρχισε να μειώνει την παραγωγή οπίου, ο Λουσιάνο χρησιμοποίησε τις διασυνδέσεις του με τους Κορσικανούς για διαβουλεύσεις με Κορσικανούς μαφιόζους στο Νότιο Βιετνάμ. Σε συνεργασία με Αμερικανούς αρχιμαφιόζους, όπως τον Σάντο Τραφικάντε Τζούνιορ, ο Λουσιάνο και οι διάδοχοί του εκμεταλλεύτηκαν τη χαώδη κατάσταση στη νοτιοανατολική Ασία που δημιουργήθηκε από τον πόλεμο του Βιετνάμ για να εγκαταστήσουν μια απόρθητη βάση τροφοδοσίας και διανομής στο "Χρυσό Τρίγωνο", το οποίο σύντομα διοχέτευε τεράστιες ποσότητες ηρωίνης στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Αυστραλία και άλλες χώρες μέσω του στρατού των ΗΠΑ.[5]

Η σύγχρονη μαφία

Τις δεκαετίες του 1980 και 1990, σε έναν πόλεμο αλληλοεξόντωσης συμμοριών, πολλοί σημαντικοί μαφιόζοι δολοφονήθηκαν και μια νέα γενιά μαφιόζων έδωσε περισσότερη έμφαση σε οικονομική εγκληματική δραστηριότητα παρά στις πιο παραδοσιακές επιχειρήσεις προστασίας. Ως αντίδραση στις εξελίξεις αυτές, ο ιταλικός τύπος δημιούργησε τον όρο "Κόζα Νουόβα" ("καινούργιο πράγμα", ως λογοπαίγνιο με το Κόζα Νόστρα), αναφερόμενο στη νέα εκδοχή της οργάνωσης.

Ο βασικός διαχωρισμός στη σικελική μαφία σήμερα είναι μεταξύ των αφεντικών που έχουν καταδικαστεί και βρίσκονται στη φυλακή, κυρίως των Σαλβατόρε 'Τοτό' Ρίινα και Λεολούκα Μπαγκαρέλα, και των αφεντικών που δεν έχουν ακόμη συλληφθεί ή διωχθεί, όπως το "αφεντικό όλων των αφεντικών" (capo di tutti capi) Μπερνάρντο Προβεντσάνο που συνελήφθηκε πρόσφατα. Στους φυλακισμένους υπάρχει αυστηρός έλεγχος, βάσει του ιταλικού νόμου, στην επικοινωνία τους με τον έξω κόσμο, ώστε να μην μπορούν, κατά το δυνατό, να διευθύνουν τις επιχειρήσεις τους πίσω από τα σίδερα. Ο Αντονίνο Τζουφρέ, στενός συνεργάτης του Προβεντσάνο, έγινε πεντίτο σύντομα μετά που συνελήφθηκε το 2002 και ισχυρίστηκε ότι το 1993 η Κόζα Νόστρα είχε άμεση επικοινωνία με εκπροσώπους του Σίλβιο Μπερλουσκόνι όταν εκείνος ετοίμαζε τη δημιουργία της Φόρτσα Ιτάλια.

Η συμφωνία που έγινε, σύμφωνα με τον Τζουφρέ, ήταν η άρση νόμων εναντίον της μαφίας με αντάλλαγμα ψήφους στη Σικελία. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν έχουν επιβεβαιωθεί. Η ιταλική βουλή, με τη στήριξη της Φόρτσα Ιτάλια, επέκτεινε την εφαρμογή συγκεκριμένης νομοθεσίας που θα έληγε το 2002 για άλλα τέσσερα χρόνια, με κάλυψη και σε άλλα εγκλήματα όπως την τρομοκρατία. Όμως, σύμφωνα το περιοδικό L'Espresso, 119 μαφιόζοι - το ένα πέμπτο όσων είχαν φυλακιστεί βάσει τη συγκεκριμένης νομοθεσίας - αφέθηκαν ελεύθεροι σε ατομική βάση.[1] Ο οργανισμός ανθρωπίνων δικαιωμάτων Διεθνής Αμνηστία έχει εκφράσει την ανησυχία του ότι αυτή η νομοθεσία μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να επιτρέψει τη "βάναυση, απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση" των φυλακισμένων.


Read more...

Βernardo Provenzano:Το αφεντικό των αφεντικών


Η ιστορία του «Μπένι το Τρακτέρ» ξεπερνά κατά πολύ τις κινηματογραφικές επιδόσεις των αντίστοιχων πρωταγωνιστών στις ταινίες για τη Μαφία. Περισσότερα από 400 άτομα έπεσαν νεκρά από τις σφαίρες του. Ανάμεσά τους και ο ίδιος ο αρχηγός του. Από στυγνός εκτελεστής, έγινε υπαρχηγός, στη συνέχεια, Cappo και κατόπιν, capo di tutti capi (αρχηγός όλων των οικογενειών). Για 43 χρόνια η αστυνομία τον καταδίωκε και αυτός κατάφερνε όχι μόνο να διαφεύγει αλλά και να ελέγχει τις φαμίλιες. Παρά τη σκληρότητα που τον διέκρινε ως εκτελεστή - από εκεί πήρε και το προσωνύμιο «το Τρακτέρ» - ο Provenzano ήταν αυτός που έβγαλε την ιταλική μαφία από τα χαρακώματα ενός ανελέητου και ανοικτού πολέμου με τις αρχές και την πέρασε στη νέα εποχή της παγκοσμιοποίησης, του ξεπλύματος του χρήματος και των επενδύσεων. Για αυτό το λόγο του έδωσαν και το δεύτερο παρατσούκλι του, «ο Λογιστής». Ο Bernardo Provenzano γεννήθηκε στο Κορλεόνε της Ιταλίας, στις 31 Ιανουαρίου 1933. Κατά την εφηβεία του, έμαθε την τέχνη της μαφιόζικης εκτέλεσης και έγινε μέλος της οικογένειας του

οργανωμένου εγκλήματος. Ο Michele Navarra βρισκόταν στην κορυφή των Corleonesi αλλά ο νεαρός Provenzano έγινε έμπιστο μέλος της ομάδας του Luciano Leggio, ενός νέου και φιλόδοξου γκάνγκστερ. Μαζί με τον Tot? Riina, συνέθεσαν ένα δίδυμο θανάτου που απέκτησε μεγάλη φήμη για τη δράση του και συνέβαλε στη σταδιακή άνοδο του Luciano Leggio στην ιεραρχία. Michele Navarra βλέποντας την άνοδο του Leggio αποφάσισε να της δώσει ένα τέλος, χωρίς, όμως να τα καταφέρει. Τα αντίποινα του Ιταλού μαφιόζου ήταν ανάλογα και από τις ατελείωτες σφαίρες με τις οποίες γάζωσαν το αυτοκίνητό του, ο Navarra έπεσε νεκρός. Ο Provenzano ήταν ένας από τους 14 οπλοφόρους που συμμετείχαν στην ενέδρα, η οποία έφερε το Leggio στην κορυφή της Οικογένειας. Η δολοφονική του δεινότητα αποτυπώθηκε στα γεγονότα της 18ης Σεπτεμβρίου 1963, στο Corleone.
Αυτός και η συμμορία του τραυμάτισαν 3 αντίπαλα μέλη. Ο Provenzano βγήκε από την κρυψώνα του, περπάτησε μέχρι τα θύματά του και κατόπιν, βάζοντας την κάνη του όπλου του στα μέτωπα των τραυματισμένων ανδρών, τους πυροβόλησε χωρίς δεύτερη σκέψη. Στις 10 Σεπτεμβρίου 1963 εκδόθηκε ένταλμα εναντίον του για τη δολοφονία ενός εκ των ανδρών του Navarra. Από αυτό το χρονικό σημείο ξεκινάει η 43χρονη καταδίωξη και διαφυγή του. Ο Provenzano μετατρέπεται σε φάντασμα και βρίσκει τρόπους για να επικοινωνεί με τους συνεργάτες του. Συνεχίζει να κινείται στη σκιά και όταν ο Leggio φυλακίζεται, το 1974 το πόστο του αναλαμβάνει να το καλύψει ο Tot? Riina. Το 1981-1982 ξεσπάει ένας αιματηρός πόλεμος ανάμεσα στις ιταλικές αρχές και τη Μαφία.


Εκατοντάδες άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους, ανάμεσά τους αστυνομικοί, δικαστές, μαφιόζοι, πολιτικοί. Ο Toto Riina συλλαμβάνεται τον Ιανουάριο του 1993 και καταδικάζεται σε ισόβια κάθειρξη για δεκάδες δολοφονίες, καθώς και για την εκτέλεση των δικαστών Giovanni Falcone και Paolo Borsellino που πρωταγωνίστησαν στην επιχείρηση «Καθαρά Χέρια». Για τα ίδια εγκλήματα καταδικάστηκε και ο Provenzano, παρά το γεγονός ότι παρέμενε ασύλληπτος. Η σύλληψη του Riina άνοιξε το δρόμο για την κορυφή στον Provenzano και αυτός έβαλε τέλος στην ανοικτή μάχη και επανέφερε τη Μαφία στις υπόγειες διαδρομές της.


Επιχείρησε να μειώσει τις αντιπαραθέσεις ανάμεσα στις οικογένειες ενώ σταμάτησε τις επιθέσεις σε πρόσωπα του δημόσιου βίου της Ιταλίας που στρέφονταν κατά της Μαφίας. Όλα αυτά τα έκανε μέσω των «pizzini», μικρών χειρόγραφων μηνυμάτων με τα οποία διένειμε τις εντολές του και καθοδηγούσε τον ιταλικό υπόκοσμο. Παρά το γεγονός ότι βρισκόταν συνέχεια σε κίνηση και σε κρησφύγετα, η περιούσιά του αγγίζει τα 6 δισεκατομμύρια €. Σύμφωνα με τις διωκτικές αρχές της Ιταλίας, το 2002 ταξίδεψε στη Γαλλία για να κάνει εγχείρηση καρκίνου του προστάτη σε νοσοκομείο της Μασσαλίας. Η παρουσία του πιστοποιήθηκε με έλεγχο του DNA.



Read more...

Αλ Καπόνε


Ο Αλ (Αλφόνσος) Καπόνε (Νέα Υόρκη 1899 - 1947 Παλμ Άιλαντ, Φλόριντα) ήταν διαβόητος γκάνγκστερ που έδρασε στις ΗΠΑ και δέσποζε στον κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος από το 1925 έως το 1931...


Γεννήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1899 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης και ήταν το τέταρτο απο τα συνολικά εννέα παιδιά του Γκαμπριέλ Καπόνε και της Τερεσίνα Ραΐολα, Ιταλών μεταναστών απο την Νάπολη. Σε ηλικία μόλις 14 ετών εγκατέλειψε το σχολείο ενώ ήταν ήδη μέλος δύο συμμοριών, στους «Μαχαιροβγάλτες» του Μπρούκλιν κιαι στους «Σαράντα κλέφτες Τζούνιορς». Άρχισε να δουλεύει σε διάφορα μαγαζιά και σύντομα έγινε μέλος της συμμορίας του Μανχάταν «Five Points». Τότε ήταν που έπιασε δουλεία στο πανδοχείο Χάρβαρντ του Φράνκι Γαίηλ. Εκεί απέκτησε και τις ουλές στο αριστερό του μάγουλο, που του χάρισαν το προσωνύμιο «Scarface» (= Σημαδεμένος). Αιτία ήταν ένα τολμηρό σχόλιο για την αδερφή ενός θαμώνα, ο οποίος δεν δίστασε να του χαράξει το μάγουλο.

Στη Νέα Υόρκη ο Καπόνε απέκτησε φήμη σκληρού και ύστερα απο μια δολοφονία, που πιστεύεται οτι διέπραξε, ο Τζόνι Τόριο, αρχηγός της συμμορίας του Καπόνε, τον έπεισε να μετακομίσει στο Σικάγο. Έτσι το 1920 μετακόμισε μαζί με την οικογένειά του, δηλαδή την Ιρλανδή Μαίρη Κάφλιν, την οποία είχε παντρευτεί στις 30 Δεκεμβρίου του 1918 και τον γιό του Άλμπερτ Σόνυ Φράνσις Καπόνε, ο οποίος είχε γεννήθεί στις 4 Δεκεμβρίου του 1918 και έπασχε απο σύφιλη, στο Σικάγο για να γίνει το νούμερο 2 στην ηγεσία της συμμορίας. Κατα την παραμονή του στη Νέα Υόρκη φημολογείται οτι είχε σκοτώσει δύο άτομα.

Στο Σικάγο εγκαταστάθηκε σε ένα σπίτι στην λεωφόρο Σάουθ Πρέρι. Ύστερα απο απόπειρα δολοφονίας, το 1925, εναντίον του Τζών Τόριο απο αντίπαλες συμμορίες και αφού ο πρώτος εγκατέλειψε το Σικάγο, ο Καπόνε ανέλαβε την επιχείρηση. Ο Καπόνε εκμεταλευόμενος την ποτοαπαγόρευση κατάφερε να πολλαπλασιάσει τα κέρδη του και να αναδειχθεί σε έναν απο τους ισχυρότερους γκάνγκστερ των ΗΠΑ. Το 1927 η περιουσία του υπολογιζόταν στα 100.000.000 δολλάρια ελέγχοντας στοιχήματα, κλαμπ, οίκους ανοχής κ.α. Δεν δίστασε μάλιστα να δωροδοκήσει τον δήμαρχο του Σικάγο Ουίλιαμ Χαίλη Τόμσον, τον οποίο μάλιστα βοήθησε να εκλεγεί για δεύτερη φορά στις εκλογές του 1927. Ο δήμαρχος προβλέποντας την διαφαινόμενη ήττα του στις επικείμενες εκλογές, πράγμα που τελικά έγινε, αποφάσισε να αλλάξει τακτική απέναντι στον Καπόνε. Για να απαλλαχθεί διόρισε νέο αστυνομικό διευθυντή με εντολή να συλλάβει τον Καπόνε. Ο Καπόνε τότε εγκατέλειψε το Σικάγο για λόγους ασφαλείας και εγκαταστάθηκε στο Πάλμ Άιλαντ της Φλώριδας.

Στις 14 Φεβρουαρίου του 1929 έμελλε να διαπραχθεί το έγκλημα που έμεινε στην ιστορία ως η σφαγή του «Αγίου Βαλεντίνου». Κάποιοι άντρες του Καπόνε, μεταμφιεσμένοι σε αστυνομικούς, εισέβαλαν αιφνιδιαστικά σε ένα γκαράζ της οδού Κλαρκ 2222. Σκοπός τους ήταν να σκοτώσουν ή έστω να προειδοποιήσουν τον Τζωτζ Μόραν, αρχηγός της συμμορίας του Βορείου Σικάγου. Στο γκαραζ βρισκόντουσαν εκείνη την ώρα επτά άτομα, τα οποία νόμισαν οτι επρόκειτο για έφοδος της αστυνομίας. Ο Τζώρτζ Μόραν βρισκόταν απέναντι και ετοιμαζόταν να διασχίσει τον δρόμο οταν είδε τους άντρες του Καπόνε μεταμφιεσμένους σε αστυνομικούς. Βλεποντάς τους τράπηκε σε φυγή. Οι έξι όμως άντρες του δεν είχαν την ίδια τύχη αφού γαζώθηκαν απο τουλάχιστον 150 σφαίρες. Εκτός απο τους έξι που δολοφονήθηκαν υπήρχε και άλλος ένας, άσχετος με την συμμορία, φίλος του Μόραν.

Ύστερα απο αυτό το περιστατικό η αστυνομία άρχισε τις συστηματικές προσπάθειες για την συλληψή του. Τον Μάϊο του 1929 συνελλήφθη για παράνομη οπλοφορία, καταδικάστηκε σε διετή κάθειρξη αλλά αποφυλακίστηκε εννέα μήνες αργότερα λόγω καλής διαγωγής. Στο μεταξύ είχαν αρχίσει και οι διαδιακασίες για την προσαγωγή του σε δίκη με αφορμή την σφαγή του Αγίου Βενέδικτου. Οι κατηγορίες όμως έπεσαν στο κενό και ο Καπόνε απλώς κλήθηκε να πληρώσει το ποσό των 5.000 δολλαρίων για ασέβεια προς το δικαστήριο. Το 1930 ήταν ο νούμερο ένα πιο επικίνδυνος εγκληματίας της πόλης του Σικάγο.

Ο δρόμος προς το τέλος είχε ανοίξει για τον Καπόνε. Το 1931 και ύστερα απο πολύχρονες έρευνες του επιθεωρητή Ουίλσον ο Καπόνε καταδικάστηκε για φοροδιαφυγή. Η κατηγορία στηρίχθηκε στην μαρτυρία του δικηγόρου του Λώρενς Μάτινγκλυ, σε διάφορα στοιχεία με έσοδα του γκάνγκστερ και σε διάφορες άλλες μαρτυρίες. Αρχικά δέχθηκε τις κατηγορίες, πιστεύοντας οτι θα υπήρχε ευνοϊκή μεταχείρηση. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη με αποτέλεσμα ο Καπόνε να αναιρέσει την αρχική του κατάθεση. Προσπάθειες όπως αυτή της δωροδοκίας των ενόρκων δεν πέτυχαν και έτσι ο δικαστής Ουίλκερσον τον καταδίκασε σε δέκα χρόνια φυλάκιση επιβαλοντάς του ακόμα πρόστιμα 50.000 δολλαρίων.

Το 1932 μεταφέρθηκε στις φυλακές της Αταλάντα και στη συνέχεια σε αυτές του Αλκατράζ. Λίγο μετά το 1935 άρχισε να δείχνει συμπτώματα συφιλιδικής παράνοιας και άρχισε να νοσηλεύεται σε νοσοκομείο. Τον τελευταίο χρόνο της ποινής του βρισκόταν στο Τέρμιναλ Άιλαντ της Καλιφόρνια. Αποφυλακίστηκε στις 16 Νοεμβρίου του 1939 αφού πλήρωσε 37.617,51 δολλάρια και αποσύρθηκε απο στο κτήμμα του στη Φλώριδα.

Απεβίωσε απο ανακοπή καρδιάς στις 25 Ιανουαρίου του 1947 στο σπίτι του στην Φλώριδα. Ο γιος του Άλμπερτ Σόνυ Φράνσις Καπόνε μετά απο λίγα χρόνια άλλαξε το όνομά του σε Φράνσις.


Read more...

Σπάζοντας το Κώδικα «Provenzano»


του Τάσου Οικονόμου

Το μεγάλο αφεντικό της Μαφίας χρησιμοποιούσε αποσπάσματα από τη Βίβλο, μυθιστορήματα για τη Μαφία και τη μέθοδο του Ιούλιου Καίσαρα για να κωδικοποιεί τα μηνύματά του


Η ιταλική αστυνομία και οι ειδικοί κρυπτογράφοι μελετούν τη Βίβλο και λογοτεχνικά κείμενα με θέμα τη Μαφία για να μπορέσουν να διεισδύσουν ακόμη περισσότερο στην εγκληματική οργάνωση. Ταυτόχρονα, απέρριψαν το αίτημα του Provenzano να του χορηγηθεί μία Βίβλος για να αποκλείσουν το ενδεχόμενο επικοινωνίας του με τους συνεργάτες του. «Είμαστε πολύ κοντά στο να σπάσουμε τον Κώδικα του Provenzano, τον οποίο χρησιμοποιούσε στα περισσότερα από τα μηνύματά του», υποστήριξε στέλεχος των διωκτικών υπηρεσιών. «Η Βίβλος μπορεί να μας δώσει το τελικό κλειδί. Φαίνεται ότι ορισμένες λέξεις της Βίβλου αντιστοιχούσαν σε αριθμούς», κατέληξε.

Στο γραφείο του, στο χώρο που τον συνέλαβαν, ο Provenzano είχε 5 αντίτυπα της Βίβλου. Είχε υπογραμμίσει αρκετά αποσπάσματα, ένα εκ των οποίων ήταν: «Γιατί με καλείς, Κύριε, Κύριε, και μετά δεν κάνει όπως Σου λέω;» Οι διωκτικές αρχές βρήκαν και 350 pizzini - τα χειρόγραφα κρυπτογραφημένα μηνύματα - στο κρησφύγετό του. Αρκετά από αυτά απευθύνονταν προς την οικογένειά του - σε ένα από αυτά ζητούσε λαζάνια για το πασχαλινό τραπέζι - και τα υπόλοιπα περιείχαν εντολές προς τους άνδρες του.

Σε αρκετά από τα μηνύματα του Αρχηγού των Αρχηγών, τα ονόματα κωδικοποιούνταν με μία αλληλουχία αριθμών, μία μέθοδος αντίστοιχη με αυτή που χρησιμοποιούσε ο Ιούλιος Καίσαρας. «...συνάντησα τον 512151522 191212154 και συμφωνήσαμε ότι θα ξαναϊδωθούμε μετά τις διακοπές...,» του είχε γράψει ο γιος του το 2001. Όπως ανακαλύφθηκε από την αποκρυπτογράφηση του μηνύματος, ο Angelo Provenzano αναφερόταν πιθανότατα στον Bernardo Riina.



Read more...

Σαμ Τζιανκάνα


Μικρό βιογραφικό σημείωμα

Ο Σαλβατόρε Τζιουνκάνο ή Σαμ Τζιανκάνα ή Μόμο γεννήθηκε στις 24 Μαΐου 1908 στην ιταλική γειτονιά του Σικάγου. Έφηβος ακόμη μπήκε...

στη συμμορία του Αλ Καπόνε και γεύτηκε την μεγάλη εξουσία της Μαφίας στην πιο διεφθαρμένη πόλη των ΗΠΑ, την πιο διεφθαρμένη περίοδο, την περίοδο του μεσοπολέμου. Έμαθε τους κανόνες του παιγνιδιού δίπλα στον καλύτερο, αλλά ποτέ δεν επέδειξε τη συγκρότηση χαρακτήρα του Καπόνε: πάντα εγωκεντρικός, εκκεντρικός κι απρόβλεπτος έβαλε σε ρίσκο πολλές φορές το κεφάλι του - μέχρι που το έχασε.

Ανέβηκε τα σκαλιά της ιεραρχίας χάρη στο κοφτερό του μυαλό και την σκληρότητά του. Δεν κρυβόταν από τις αρχές και κατόρθωνε να γλιστράει σαν το ψάρι από τα χέρια τους. Οι λάτρεις των αριθμών λένε πως, όντας κοινός μαφιόζος, συνελήφθη 70 φορές και καταδικάστηκε μόνο τις δύο: τη μία για ληστεία και την άλλη γιατί θεωρήθηκε ο κάτοχος παράνομου αποστακτήρα.

Τζιανκάνα και CIA
Tον Ιούλιο του 1997 οι αμερικάνικες εφημερίδες αποκάλυπταν, με πηχαίους τίτλους, την ανίερη συμμαχία: "Η CIA προσέφερε 150.000 δολάρια στον αρχιμαφιόζο του Σικάγου, για να δολοφονήσει τον Κάστρο". Ο αρχιμαφιόζος ήταν ο Σαμ Τζιανκάνα, το ποσό του είχε προσφερθεί στις αρχές της δεκατίας του 1960 και δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητο και η απάντηση του Τζιανκάνα ήταν καθηλωτική: η Μαφία θα αναλάμβανε τη δολοφονία, ναι, αλλά τα χρήματα την προσέβαλαν. Πήρε τη δουλειά πάνω του και αρνήθηκε να λάβει έστω ένα σεντς, έξω τα έξοδα.

"Εμείς και η CIA είμαστε οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος", είπε ο Σαμ. Ο Κάστρο ήδη είχε κάνει πολύ μεγάλο κακό στην Οικογένεια, κλείνοντας τα καζίνα της στην Αβάνα. Ένα μαθηματάκι το χρειαζόταν. Όσο για τη CIA, άλλο που δεν ήθελε. Και δεν έμπαινε σε έξοδα και υπήρχαν πολύ καλές πιθανότητες να καθαρίζει επιτέλους με τον κουβανικό κάρφο στο μάτι της.

Η απόπειρα έμεινε στα χαρτιά. Η κρίση του Κόλπου των Χοίρων στέρησε από το Τζιανκάνα την ευκαιρία να επιδείξει την αγάπη του προς την γη των ελευθέρων. Για την υστεροφημία ούτε κουβέντα. Την είχε εξασφαλίσει από αλλού: ο κάπο του Σικάγου είχε περάσει ήδη στην ιστορία και είχε χτίσει μια μοναδικής αίγλης αυλή, χάρη στις διασυνδέσεις του με το Χόλιγουντ, τη φιλία του με το Φρανκ Σινάτρα και την στενή του σχέση με τους Κένεντι, οι οποίοι βεβαίως και γνώριζαν τη συμφωνία του με τη CIA.

Η σχέση με τον "αμερικάνικο βασιλικό οίκο", τους Κένεντι, δεν ήταν καινούρια για το Σαμ. Ο Τζιανκάνα είχε βοηθήσει ιδιαίτερα την εκλογή του Τζον, του είχε χαρίσει την ψήφο των συνδικάτων που έλεγχε η Μαφία και είχε στηρίξει οικονομικά την καμπάνια του. Ενδιάμεσος στις επαφές του με το μεγάλο πολιτικό τζάκι ήταν ο Φρανκ Σινάτρα, ενώ υπεύθυνος για τη συμφωνία από την πλευρά των Κένεντι ο πατέρας του Τζον, ο Τζόζεφ. Λένε πως, ως μόνο αντάλλαγμα, ο Σαμ είχε ζητήσει να παρακαθήσει σε δείπνο στο Λευκό Οίκο. Απλή ξιπασιά, ήθελε αυτό που κανένας άλλος μαφιόζος δεν είχε ποτέ. Όμως, η ακριβοπληρωμένη χάρη δεν του έγινε. Κάποιοι πιστεύουν ότι δεν το συγχώρεσε. Βλέπουν εκείνον πίσω από τις δολοφονίες του προέδρου και του γερουσιαστή Κένεντι. Τίποτε, όμως, δεν αποδείχθηκε ποτέ.

Από το 1957 ως το 1966 ήταν ο κάπο ντι τούτι κάπι στην πόλη που η Μαφία είχε δεκαετίες τον πρώτο λόγο. Το 1966 υποχρεώθηκε να παραδώσει την αρχηγία, με αντάλλαγμα τη ζωή του: είχε αρνηθεί να κόψει μερίδιο στους συνεργάτες του από τα κέρδη των καζίνων του εκτός ΗΠΑ - κάτι που παράβαινε τους θεμελιώδεις κανόνες της "Οικογένειας".

Το 1965 καταδικάστηκε για τρίτη και τελευταία φορά στη ζωή του, διότι περιφρόνησε δικαστήριο, όταν, αφού έλαβε ασυλία σε αντάλλαγμα κατάθεσης, έκανε πίσω. Έμεινε ένα χρόνο στη φυλακή και ύστερα εγκατέλειψε τη χώρα, φοβούμενος για τη ζωή του. Μετά από μεγάλες πιέσεις από τις ΗΠΑ, οι μεξικάνοι τον συνέλαβαν και τον έστειλαν πίσω στο Σικάγο.

Δολοφονήθηκε με επτά σφαίρες στο κεφαλι, από άγνωστους, στις 19 Ιουνίου 1975, λίγες μέρες πριν παρουσιαστεί σε επιτροπή της Γερουσίας που εξέταζε την πιθανότητα συμμετοχής του σε μία από τις πολλές συνομωσίες της CIA κατά της ζωής του Φιντέλ Κάστρο


Read more...

Μέριλιν Μονρόε - Η Σταρ και η Μαφία



Η Μέριλιν Μονρόε άφησε την τελευταία της πνοή τη νύχτα του Σαββάτου προς Κυριακή, 4-5 Αυγούστου 1962. Είχε περάσει δύσκολη χρονιά. Μέσα στον χειμώνα ο Φρανκ Σινάτρα (πρώην εραστής της) την είχε συστήσει στον Τζον Κένεντι, πρόεδρο των ΗΠΑ...

και την πρώτη τους νύχτα την πέρασαν μαζί στην έπαυλη του Μπιγκ Κρόσμπι, στο Παλμ Σπρινγκς. Η ερωτική τους σχέση κράτησε μόνο μερικές εβδομάδες, καθώς ο Τζων δεν άργησε να τη βαρεθεί ­ και μάλιστα ανέθεσε στον αδερφό του Μπομπ, που ήταν υπουργός Δικαιοσύνης την εποχή εκείνη, να την «ενημερώσει» σχετικώς. Ο Μπομπ δεν δίστασε βεβαίως να διαδεχθεί τον αδερφό του στον ρόλο του εραστή της ξανθιάς καλλονής, την οποία ωστόσο μόνο για λίγο και αυτός «παρηγόρησε», δεδομένου ότι η Μέριλιν θεωρούνταν «επικίνδυνη», στα όρια της ψυχοπάθειας (έφερε βαριά κληρονομιά ψυχικών διαταραχών από τη μητέρα της και τη γιαγιά της), κοντολογίς δεν είχε απόλυτο έλεγχο των πράξεών της και, το χειρότερο, δεν μπορούσε να κρατήσει τη στόμα της κλειστό, διαδίδοντας στις φίλες της ότι ο υπουργός ετοιμαζόταν να χωρίσει τη γυναίκα του Εθελ για να παντρευτεί αυτήν.







Αρχές Αυγούστου η Μέριλιν αναγκάζεται να διακόψει τα γυρίσματα της ταινίας «Something's got to give» επειδή βρίσκεται σε άθλια ψυχολογική κατάσταση, με τον σκηνοθέτη Τζορτζ Κιούκορ να της φωνάζει εξαγριωμένος ότι είναι μια άχρηστη, ένα κομμάτι κρέας και τίποτε περισσότερο. Ο ψυχίατρός της, δρ Ραλφ Γκρίνσον, είχε τότε δηλώσει: «Αν δεν ήταν η διασημότερη σταρ στον κόσμο, θα την είχαμε από καιρό κλείσει σε άσυλο. Είχε χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας».

Το απόγευμα της 4ης Αυγούστου η Μέριλιν πληροφορήθηκε ότι ο Μπομπ βρισκόταν στο Σαν Φρανσίσκο, σε απόσταση δηλαδή μιας ώρας με το αεροπλάνο. Κατάφερε να τον πετύχει στο τηλέφωνο και μάλλον τον έπεισε να πάει να τη συναντήσει. Τις τελευταίες εβδομάδες κρατάει λεπτομερές ημερολόγιο των συναντήσεών τους και μάλιστα ηχογραφεί τις τηλεφωνικές συνομιλίες της με τον υπουργό ­ πράγμα που κάνει άλλωστε και το FBI, αρχηγός του οποίου ήταν την εποχή εκείνη ο Εντγκαρ Χούβερ, ορκισμένος εχθρός των Κένεντι. Δεν αποκλείεται να υπήρχε και άλλη γραμμή υποκλοπών από τη μαφία του Σαμ Τζιανκάνα, που ήταν τότε ένας από τους ισχυρότερους «νονούς». Υπήρχαν δηλαδή όλες οι προϋποθέσεις για έναν ενδεχόμενο εκβιασμό και ίσως αυτή ήταν η αιτία που έκανε τον Μπομπ να σκεφτεί να δώσει τέλος στο ειδύλλιο.

Αλλωστε την εποχή εκείνη είχε αρκετούς μπελάδες στο κεφάλι του. Ο αδερφός του, ο πρόεδρος Τζον Κένεντι, μόλις είχε εγκρίνει την επονομαζόμενη «επιχείρηση μανγκούστα» για την εξόντωση του Φιντέλ Κάστρο, ο αγώνας για την εξουδετέρωση τουΤζίμι Χόφα, του μαφιόζου αρχηγού του συνδικάτου των φορτηγατζήδων βρισκόταν στο αποκορύφωμά του, ενώ οι σχέσεις με το FBI του Χούβερ πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Ενα ερωτικό σκάνδαλο θα μπορούσε να γίνει η σταγόνα που θα ξεχείλιζε το ποτήρι, με ολέθριες συνέπειες για τους Κένεντι. Κυρίως μάλιστα που η Μέριλιν ήταν και έγκυος κατά πάσα πιθανότητα από τον Μπομπ και, όπως λένε, εκείνος την είχε πείσει να κάνει έκτρωση ­ δεν ήταν άλλωστε η πρώτη φορά.

Αργά το ίδιο απόγευμα συνέβη το επεισόδιο με την τεράστια γούνα από τίγρη που καλύπτεται από πέπλο μυστηρίου. Δεν αποκλείεται να της πήγε τη γούνα ο ίδιος ο Μπομπ ή μπορεί να την έστειλε με τον Πίτερ Λόφορντ, ηθοποιό δεύτερης κατηγορίας, κουνιάδο των Κένεντι, ενταγμένο στον μαφιόζικο κύκλο του Φρανκ Σινάτρα. Στις επτά το βράδυ πάντως η «τίγρη» εκσφενδονίστηκε από το παράθυρο από την ίδια τη Μέριλιν που την είχε καταξεσχίσει με τα νύχια της σε μια θυελλώδη έκρηξη του θυμού της.

Η οικονόμος Γιούνις Μάρεϊ με χίλια βάσανα καταφέρνει να την καλμάρει και να τη βάλει στο κρεβάτι. Πέφτει και η ίδια να κοιμηθεί, αλλά καθώς προχωρεί η νύχτα ένα προαίσθημα την κάνει να σηκωθεί να πάει να ρίξει μια ματιά στο δωμάτιο της «ασθενούς» της. Το θέαμα που αντικρίζει την παγώνει: «Ξαπλωμένη στα στραπατσαρισμένα σεντόνια, γυμνή και ακίνητη· στο χέρι, παγωμένο από την ακαμψία του θανάτου, κρατούσε ακόμη το ακουστικό του τηλεφώνου και δίπλα της στο κομοδίνο δύο άδεια φιαλίδια ηρεμιστικών».

Στο σημείο αυτό αρχίζουν οι μυστηριώδεις αντιφάσεις. Κατά την εκδοχή της νοσοκόμας, έχει ήδη επέλθει η ακαμψία του θανάτου τη στιγμή που βρίσκει την ηθοποιό. Το πλήρωμα του ασθενοφόρου που σπεύδει στον τόπο της τραγωδίας τη βρίσκει ζωντανή ακόμη, σε κωματώδη κατάσταση. Την ώρα που της κάνουν μαλάξεις στην καρδιά καταφθάνει και ο γιατρός Γκρίνσον, που έχει ήδη έτοιμη μια σύριγγα με πρασινωπό περιεχόμενο. Η Μέριλιν αντιδρά στην ένεση με ένα φοβερό σπασμό και αμέσως μετά χαλαρώνει απότομα. Ο γιατρός την εξετάζει και δηλώνει:«Είναι νεκρή». Ωρα 22.00-23.00 του Σαββάτου.

Επρόκειτο για ιατρικό σφάλμα του Γκρίνσον ή για κάτι χειρότερο; Και γιατί ο ιατροδικαστής Τόμας Νογκούτσι αναγράφει στην έκθεσή του ως ώρα θανάτου την 04.25 πρωινή; Στο διάστημα των πέντε-έξι ωρών που μεσολαβούν εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς το ημερολόγιο της Μέριλιν και το μαγνητόφωνο όπου κατέγραφε τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις της. Ποιος εξαφάνισε λοιπόν αυτά τα τεκμήρια; Πράκτορες του FBI; Ο Πίτερ Λόφορντ; Ανθρωποι της μαφίας; Η υπόθεση μυρίζει δολοφονία και οι υποψίες είναι βάσιμες.

Κατά την επίσημη εκδοχή, η αυτόχειρ είχε καταπιεί 25 δισκία του βαρβιτουρικού Νεμπουτάλ και άλλα 20 δισκία ηρεμιστικά. Ολως παραδόξως όμως στην ανάλυση αίματος βρέθηκε υψηλή συγκέντρωση βαρβιτουρικών, ενώ στην τοξικολογική εξέταση του στομάχου δεν βρέθηκε ούτε ίχνος. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι της χορήγησαν με ένεση κάποια τοξική ουσία. Το τζάμι του παραθύρου της βρέθηκε σπασμένο στο ύψος του πόμολου, αλλά δεν κατέστη δυνατόν να διαπιστωθεί αν έσπασε από την «τίγρη» που είχε πετάξει η έξαλλη ηθοποιός από το παράθυρο ή από κάποιους που μπήκαν απέξω για να τη δολοφονήσουν.

Ετσι έσβησε η γυναίκα-μύθος, το φλογερό αντικείμενο του πόθου τόσων και τόσων ανδρών. Αρκετοί την αγάπησαν κιόλας, όπως ο Φρανκ Σινάτρα, ο Μίλτον Γκριν, o Τζο ντι Μάτζιο, o Λόρενς Ολίβιε, o Υβ Μοντάν, o Μοντγκόμερι Κλιφτ, o Κλαρκ Γκέιμπλ. Οσο για τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές αυτής της τραγικής ιστορίας χάθηκαν επίσης κατά τρόπο τραγικό: ο Τζον Κένεντι δολοφονήθηκε στο Ντάλας του Τέξας στις 23 Νοεμβρίου 1963, ο αδερφός του Μπομπ στο Λος Αντζελες στις 6 Ιουνίου 1968. Ο Χόφα «τσιμεντώθηκε» μέσα σε κάποιον πυλώνα, τον Σαμ Τζιανκάνα τον έκαναν κόσκινο στη μέση του δρόμου. Και μόνο ο Πίτερ Λόφορντ πέθανε στο κρεβάτι του, νέος ακόμη, μόλις 60 ετών, σωστό ράκος. Λίγες ημέρες προτού παραδώσει το πνεύμα είχε εξομολογηθεί στους φίλους του: «Θα μπορούσα να τη σώσω. Αυτό δεν μπόρεσα ποτέ να το συγχωρήσω στον εαυτό μου».




Read more...

Τρίτη 6 Μαΐου 2008

Ομερτά


Ο όρος ομερτά (ιταλικά Omertà) είναι άγνωστης προελεύσεως. Απαντάται στις περιοχές Σικελία, Καλαβρία και Απουλία, όπου υπάρχει ισχυρή παρουσία παρανόμων οργανώσεων (Μαφία). Ο όρος αποδίδεται με την έννοια της μη συνεργασίας με τις αρχές. Στην πραγματικότητα είναι ο Νόμος της σιωπής, που η παραβίασή του πρέπει να τιμωρηθεί με θάνατο. Σε συνάρτηση με το νόμο της σιωπής είναι και η σικελική παροιμία «όποιος δεν ακούει, δε βλέπει και δε μιλάει, ζει εκατό χρόνια».
Read more...

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2008

Η σύλληψη του Δον Κορλεόνε

Λίγο μετά την ανάδειξη του Πρόντι ως νέου ισχυρού άνδρα της Ιταλίας, μία είδηση ήρθε σχεδόν να επισκιάσει το εκλογικό αποτέλεσμα. Ο Bernardo Provenzano, ο αόρατος άνθρωπος, ο Αρχηγός των Αρχηγών της Ιταλικής Μαφίας έπεφτε στα χέρια των διωκτικών αρχών στη γενέτειρά του, το Κορλεόνε. Η ιστορία του «Μπένι το Τρακτέρ» ξεπερνά κατά πολύ τις κινηματογραφικές επιδόσεις των αντίστοιχων πρωταγωνιστών στις ταινίες για τη Μαφία. Περισσότερα από 400 άτομα έπεσαν νεκρά από τις σφαίρες του. Ανάμεσά τους και ο ίδιος ο αρχηγός του. Από στυγνός εκτελεστής, έγινε υπαρχηγός, στη συνέχεια, Cappo και κατόπιν, capo di tutti capi (αρχηγός όλων των οικογενειών). Για 43 χρόνια η αστυνομία τον καταδίωκε και αυτός κατάφερνε όχι μόνο να διαφεύγει αλλά και να ελέγχει τις φαμίλιες. Παρά τη σκληρότητα που τον διέκρινε ως εκτελεστή - από εκεί πήρε και το προσωνύμιο «το Τρακτέρ» - ο Provenzano ήταν αυτός που έβγαλε την ιταλική μαφία από τα χαρακώματα ενός ανελέητου και ανοικτού πολέμου με τις αρχές και την πέρασε στη νέα εποχή της παγκοσμιοποίησης, του ξεπλύματος του χρήματος και των επενδύσεων. Για αυτό το λόγο του έδωσαν και το δεύτερο παρατσούκλι του, «ο Λογιστής». Mε τη διαδοχή του, οι προτεραιότητες της οργάνωσης ίσως αλλάξουν.
Read more...

Σημαντικοί Σικελοί μαφιόζοι

* Καλοτζέρο Βιτσίνι (1877 – 1954), αφεντικό στη Βιλάλμπα. Θεωρείτο ένα από τα αφεντικά της μαφίας με τη μεγαλύτερη επιρροή στη Σικελία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μέχρι τον θάνατό του το 1954.
* Τζουζέπε Τζένκο Ρούσο (1893 – 1976), αφεντικό στο Μουσομέλι. Θεωρείτο διάδοχος του Καλοτζέρο Βιτσίνι.
* Μικέλε Ναβάρα (1905 – 1958), αφεντικό της οικογένειας της μαφίας στο Κορλεόνε από το 1930 μέχρι το 1958.
* Σαλβατόρε Γκρέκο (1923 – 1978), αφεντικό της οικογένειας της μαφίας στο Τσακούλι. Πρώτος "γραμματέας" της πρώτης Επιτροπής Σικελικής Μαφίας που σχηματίστηκε γύρω στο 1958.
* Γκαετάνο Μπανταλαμέντι (1923 – 2004), αφεντικό της οικογένειας της μαφίας στο Τσινίζι.
* Άντζελο Λα Μπαρμπέρα (1924 – 1975) αφεντικό της οικογένειας της μαφίας στο κέντρο του Παλέρμο.
* Μικέλε Γκρέκο (γενν. 1924), αφεντικό της οικογένειας της μαφίας στο Κροτσεβέρντε.
* Λουτσιάνο Λίτζιο (1925 – 1993), αφεντικό της οικογένειας της μαφίας στο Κορλεόνε.
* Τομάζο Μπουσκέτα (1928 – 2000), ο πρώτος Σικελός μαφιόζος που έγινε πεντίτο (πληροφοριοδότης) το 1984. (Πριν από αυτόν, ο Λεονάρντο Βιτάλε, ο οποίος παραδόθηκε στην αστυνομία το 1973, κρίθηκε ψυχασθενής και καταδικάστηκε μόνο ο ίδιος και ο θείος του.) Οι πληροφορίες που έδωσε ο Μπουσκέτα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμες κατά τη Δίκη Μάξι.
* Σαλβατόρε Ρίινα (γενν. 1930), γνωστός επίσης ως Τοτό Ρίινα. Από τα πλέον διαβόητα μέλη της σικελικής μαφίας. Είχε το παρατσούκλι "το Κτήνος", ή μερικές φορές "ο Κοντός", και διοίκησε τη μαφία με σιδηρά πυγμή από τη δεκαετία του 1980 μέχρι που συνελήφθηκε το 1993.
* Μπερνάρντο Προβεντσάνο (γενν. 1933), διάδοχος του Ρίινα ως επικεφαλής των Κορλεονέζι και ένα από τα πιο ισχυρά αφεντικά της σικελικής μαφίας. Ο Προβεντσάνο ήταν φυγόδικος από το 1963. Συνελήφθηκε στις 11 Απριλίου 2006 στη Σικελία.[6] Πριν από τη σύλληψή του, οι αρχές δήλωναν ότι ήταν πολύ κοντά να τον συλλάβουν για 10 χρόνια.
* Στέφανο Μποντάντε (1939 – 1981), αφεντικό της οικογένειας της μαφίας στη Σάντα Μαρία ντι Τζεσού.
* Λεολούκα Μπαγκαρέλα (γενν. 1941), μέλος της οικογένειας της μαφίας στο Κορλεόνε. Συνελήφθηκε το 1995.
* Σαλβατόρε Λο Πίκολο (γενν. 1942). Θεωρείται ένας από τους διαδόχους του Προβεντσάνο.
* Σαλβατόρε Ιντζερίλο (1944 – 1981), αφεντικό της οικογένειας της μαφίας στο Πάσο ντι Ριγκάνο.
* Τζοβάνι Μπρούσκα (γενν. 1957). Αναμεμιγμένος στη δολοφονία Τζοβάνι Φαλκόνε.
* Ματέο Μεσίνα Ντενάρο (γενν. 1962). Θεωρείται ένας από τους διαδόχους του Προβεντσάνο.
* Μικέλε Καβατάιο. Σκοτώθηκε σε χτύπημα της μαφίας το 1969.
Read more...

Τελετουργίες της σικελικής Κόζα Νόστρα

Η μύηση στις περισσότερες οικογένειες γίνεται όταν κάποιος γίνει συνεργάτης και, έπειτα, στρατιώτης. Όπως περιέγραψε ο Τομάζο Μπουσκέτα στον δικαστή Τζοβάνι Φαλκόνε, ο αρχάριος παρουσιάζεται με τουλάχιστον τρεις "άνδρες τιμής" της οικογένειας και ο πρεσβύτερος από τους παρόντες τον προειδοποιεί ότι "αυτός ο Οίκος" είναι για να προστατέψει τους αδύνατους από τη δύναμη των ισχυρών. Μετά τρυπά το δάχτυλο του αρχάριου και χύνει λίγο αίμα σε θρησκευτική εικόνα, συνήθως κάποιου αγίου. Η εικόνα μένει στο χέρι του "καινούργιου" και σ' αυτήν ανάβει φωτιά. Ο αρχάριος πρέπει να αντέξει το κάψιμο της φωτιάς αλλάζοντας χέρια μέχρι αυτή να καεί ολόκληρη, ενώ ορκίζεται πίστη στις αρχές της Κόζα Νόστρα λέγοντας "να καεί η σάρκα μου σαν αυτόν τον άγιο αν παραβώ τον όρκο μου".

Οι Σικελοί έχουν επίσης έναν κώδικα σιωπής, την ομερτά, ο οποίος απαγορεύει σε οποιονδήποτε άνθρωπο, άνδρα, γυναίκα ή παιδί, να συνεργαστεί με οποιονδήποτε τρόπο με την αστυνομία ή την κυβέρνηση, ακόμη κι αν μια γυναίκα γνωρίζει τον δολοφόνο του άντρα της.
Read more...

Το πραγματικό όνομα: "Cosa Nostra"

Σύμφωνα με κάποιους μαφιόζους, το πραγματικό όνομα της Μαφίας είναι Cosa Nostra (Κόζα Νόστρα, κυριολεκτικά "δικό μας πράγμα"), που σημαίνει 'ο κόσμος μας, η παράδοσή μας, οι αξίες μας'. Πολλοί υποστήριξαν, συμπεριλαμβανομένου του λιποτάκτη της μαφίας Τομάζο Μπουσκέτα, ότι η λέξη "μαφία" ήταν λογοτεχνικό δημιούργημα. Άλλοι "λιποτάκτες", όπως ο Αντόνιο Καλντερόνε και ο Σαλβατόρε Κοντόρνο είπαν το ίδιο πράγμα. Σύμφωνα με αυτούς, το πραγματικό όνομα ήταν "κόζα νόστρα". Για τους ανθρώπους που ανήκουν στην οργάνωση, δεν υπάρχει η ανάγκη να την ονομάσουν. Οι μαφιόζοι συστήνουν γνωστά μέλη σε άλλα γνωστά μέλη ως ανήκοντες στην "cosa nostra" (το πράγμα μας) ή "la stessa cosa" (το ίδιο πράγμα). Μόνο ο έξω κόσμος χρειάζεται κάποιο όνομα για να την περιγράψει, εξ ου και τα κεφαλαία των λέξεων: Cosa Nostra.
Read more...