Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2009

Οι ερωμένες των γκάνγκστερς


Της Νίνας Κουλετάκη

Η εικόνα και η φήμη ήταν (και είναι) το παν για τα μέλη της Μαφία. Πολλοί ενισχύουν αφελώς την εικόνα που καλλιεργείται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, πως οι μαφιόζοι δεν είναι παρά ληστές τύπου Ρομπέν των Δασών, κύριοι με τα όλα τους, που διαχωρίζουν προσεκτικά τη δουλειά από τη διασκέδαση...

Με την πάροδο του χρόνου έγινε κατανοητό ότι η συνάφεια με τη βία και η ζωή μέσα στο έγκλημα, δεν μπορεί παρά να σε κάνει βίαιο και εγκληματία. Το κοινό είχε επίσης επηρεαστεί από το Χόλυγουντ (μια βιομηχανία άμεσα συνδεόμενη με τις «οικογένειες» της Μαφία), που παρουσίαζε μια εικόνα των γκάνγκστερς, σύμφωνα με την οποία ποτέ δεν ξεπερνούσαν ορισμένα επίπεδα βίας, λειτουργούσαν και δρούσαν σύμφωνα με έναν «κώδικα τιμής», ο οποίος απαιτούσε πίστη, και αντιμετώπιζαν τις γυναίκες με σεβασμό. Ένας άνδρας που πρόδιδε τη συμμορία ήταν σίγουρο πως θα πέθαινε, η γυναίκα του, όμως, παρέμενε στο απυρόβλητο.
Αλλά η εντύπωση αυτή απείχε πολύ από την πραγματικότητα. Ο περιβόητος κώδικας τιμής παραμερίστηκε από ισχυρές νομικές συνεργασίες και αυξημένα πισώπλατα μαχαιρώματα μέσα στις συμμορίες. Στη θέση του ήρθε το «ο καθένας για τον εαυτό του» και ο έξυπνος μαφιόζος γνωρίζει πως οι σημερινοί φίλοι του είναι οι αυριανοί εχθροί του και εν δυνάμει εκτελεστές του. Το ίδιο ισχύει και για τα κορίτσια των γκάνγκστερς. Η γυναίκα ή η ερωμένη του μαφιόζου δεν βρίσκεται υπεράνω τιμωρίας, καθώς τα πράγματα και τα πρόσωπα που ενδέχεται να γνωρίζει είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο πως θα τη στείλουν να ακολουθήσει τον δολοφονημένο σύντροφό της.
Είναι αλήθεια πως πάντα υπήρχαν –και εξακολουθούν να υπάρχουν- αρκετοί σεμνότυφοι άνθρωποι στο οργανωμένο έγκλημα. Παλιομοδίτες μαφιόζοι, που ενδιαφέρονται περισσότερο για τις επιχειρήσεις τους, παρά για ερωμένες και νυχτερινά κέντρα. Κάποιοι άλλοι παίρνουν τους όρκους των γάμων τους πολύ σοβαρά και συνειδητά δεν ψάχνουν για γυναικεία συντροφιά έξω από αυτόν. Αντιμετωπίζουν τις επίδοξες ερωμένες με περιφρόνηση και δεν θέλουν καμία σχέση μαζί τους. Τα πρώτα χρόνια της Ποτοαπαγόρευσης και του οργανωμένου εγκλήματος, άνδρες όπως οι Johnny Torrio και Dion O‘Banion, ήταν γνωστοί για την απαξίωση που επεφύλασσαν στις «γκόμενες» που συνήθως προσέλκυαν οι γκάνγκστερς. Ο Torrio ήταν επικεφαλής του δικτύου πορνείας του Σικάγο για πολλά χρόνια, χωρίς όμως ποτέ να «δοκιμάσει το εμπόρευμα». Ο O‘Banion ήταν απόλυτα μονογαμικός, για τον οποίον το ανθοπωλείο του και η οικογένειά του ήταν εξίσου σημαντικά με την επιχείρηση λαθρεμπορίου που είχε στήσει.
Υπήρχε, όμως, και η άλλη πλευρά. Τόσο ο Willie Moretti όσο και ο Al Capone, κατέληξαν σχεδόν ηλίθιοι από σύφιλη, η οποία δεν διαγνώστηκε και θεραπεύτηκε εγκαίρως, που τη χρωστούσαν στις αναρίθμητες πόρνες που τους είχαν «εξυπηρετήσει». Ο Lucky Luciano ισχυρίστηκε πως επεδίωξε να κολλήσει κάποιο αφροδίσιο νόσημα από μια πόρνη, προκειμένου να αποφύγει τη στράτευση κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ακόμα υπήρχε και μια τρίτη κατηγορία, που ζούσαν με έναν τρόπο την ιδιωτική τους ζωή και δρούσαν με εντελώς διαφορετικό δημόσια. Ο Sam Giancana είχε δεσμό με τη Judith Campbell Exner και τη Phyllis Maguire, αλλά σκότωσε κάποιον που «ατίμασε» την κόρη του.
Ο Moretti έστειλε ένα τηλεγράφημα στο φίλο του Frank Sinatra, στο οποίο του έλεγε πόσο δυσαρεστημένος ήταν από τα «τσιλιμπουρδίσματά» του και τη φημολογούμενη σχέση του με την ηθοποιό Ava Gardner, και τον προέτρεπε να σκεφτεί την «αγαπημένη του σύζυγο και τα παιδιά τους»
Αλλά ακόμα κι αυτοί οι παλιομοδίτες τύποι αντιλαμβάνονταν πως, ορισμένες φορές, η σύζυγος ή η φιλενάδα ενός γκάνγκστερ ήταν επικίνδυνη και έπρεπε να σωπάσει για πάντα. Πάντα ήταν έτσι και πάντα θα είναι έτσι, για όσο το οργανωμένο έγκλημα εξακολουθεί να υπάρχει.

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα για τον τρόπο που οι γκάνγκστερς αντιμετώπιζαν τις γυναίκες, είναι η ιστορία της 19χρονης Cherie Golden, μιας νεοϋορκέζας που έκανε το λάθος να δουλέψει λίγο πιο στενά με τον φίλο της John Quinn, κλέφτη αυτοκινήτων. Και οι δύο κατέληξαν νεκροί, όταν ο δρόμος τους διασταυρώθηκε με αυτόν των αιμοδιψών και αδίστακτων Roy DeMeo και Nino Gaggi, οι οποίοι εναντιώνονταν στην επιτυχία του Quinn, που απειλούσε τα κέρδη από τι δική τους παρόμοια επιχείρηση.
Στη δίκη που ακολούθησε τη δολοφονία του Gaggi, το 1985, ένας από τους βασικούς μάρτυρες, ο Dominick Montiglio και επτά ακόμη, κατέθεσαν πως ο Quinn είχε «σημαδευτεί» από τον Gaggi ο οποίος προχώρησε στην εκτέλεσή του. Ο καταδικασμένος για κλοπές αυτοκινήτων Joseph Bennett κατέθεσε, πως κάποιος από την οικογένεια Gaggi τον πλησίασε μια εβδομάδα πριν τη δολοφονία του Quinn, στις 20 Ιουλίου του 1977, για να του αναθέσει το συμβόλαιο θανάτου για τον Quinn. Η αμοιβή του θα ήταν 20.000 δολάρια, αν σκότωνε μαζί και τη Golden.
Όταν οι δικαστές τον ρώτησαν γιατί έπρεπε ο Quinn να πεθάνει, ο Bennett απάντησε πως αυτό ήταν το μόνο που μπορούσε να γίνει, καθώς ο Quinn αν και είχε συλληφθεί, δικαστεί και καταδικαστεί, είχε αφεθεί ελεύθερος. Αυτό μόνο ένα πράγμα μπορούσε να σημαίνει: ο Quinn είχε «κελαηδήσει».

Ο Quinn και η Golden πυροβολήθηκαν και, ενώ ο πρώτος βρέθηκε πεταμένος σε ένα χωράφι, φορώντας τις πυτζάμες του και με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη, το μισόγυμνο πτώμα του κοριτσιού βρέθηκε μέσα σε ένα κλεμμένο αυτοκίνητο, παρκαρισμένο κάπου στο Brooklyn. Δεν είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά, παρόλο που η ιατροδικαστική εξέταση απέδειξε πως την είχαν γδύσει μετά θάνατο, για να μην συσχετιστεί ο φόνος της με εκείνου του Quinn, αλλά να θεωρηθεί σεξουαλικό έγκλημα.
Ο Paul Castellano, αρχηγός της «οικογένειας» Carlo Gambino, αντέδρασε στη δολοφονία του κοριτσιού και ρώτησε τον Gaggi γιατί αυτή ήταν απαραίτητη. Η απάντηση ήταν πως το κορίτσι, από τη στιγμή που συνεργαζόταν και επαγγελματικά με τον Quinn, ήταν το ίδιο επικίνδυνη με αυτόν και έπρεπε το «ζήτημα να τακτοποιηθεί».

http://eglima.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: