Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2009

Ιστορία της σικελικής Κόζα Νόστρα

Απαρχές

Υπάρχει εδώ και πολλά χρόνια διαφωνία κατά πόσο η μαφία πηγαίνει πίσω στον μεσαίωνα. Αυτό πίστευε ο αποβιώσας "λιποτάκτης" Τομάζο Μπουσκέτα, ενώ ακαδημαϊκοί σήμερα πιστεύουν το αντίθετο. Δεν αποκλείεται η 'αρχική' μαφία να σχηματίστηκε ως μυστική οργάνωση τον 15ο αιώνα για να προστατέψει τους Σικελούς από ισπανικές λεηλασίες, ωστόσο οι ενδείξεις για κάτι τέτοιο είναι ελάχιστες. Δεν αποκλείεται επίσης ο μύθος του 'Ρομπέν των Δασών' να καλλιεργήθηκε εξ αρχής με στόχο να κερδίσουν οι μαφιόζοι την εμπιστοσύνη και την εκτίμηση του σικελικού λαού.

Μετά τις επανάσταση του 1848 και την επανάσταση του 1860, στη Σικελία δημιουργήθηκε χάος και αναταραχή. Οι πρώτοι μαφιόζοι, τότε μικρές, χωριστές ομάδες ατόμων εκτός νόμου, εξεγέρθηκαν. Ο συγγραφέας Τζον Ντίκι θεωρεί ότι οι βασικοί λόγοι που οδήγησαν σε αυτό ήταν η ευκαιρία που είχαν, μέσα στο χάος αυτό, για να κάψουν αστυνομικά έγγραφα και στοιχεία και να σκοτώσουν αστυνομικούς και πληροφοριοδότες. Όμως, όταν με την εγκαθίδρυση νέας κυβέρνησης στη Ρώμη κατέστη εμφανές ότι το αυτό το έργο θα ήταν δύσκολο, οι μαφιόζοι άρχισαν στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα να αλλάζουν τις μεθόδους και τεχνικές τους. Η προστασία των λεμονοδασών και των κτημάτων της ντόπιας αριστοκρατίας ήταν προσοδοφόρα, αν και επικίνδυνη, επιχείρηση. Το Παλέρμο ήταν αρχικά ο κύριος χώρος αυτής της δραστηριότητας, αλλά η κυριαρχία της σικελικής μαφίας σύντομα εξαπλώθηκε σε όλη τη δυτική Σικελία. Για να δυναμώσει τους δεσμούς μεταξύ των διαφόρων συμμοριών και να διασφαλίσει μεγαλύτερα κέρδη και ασφαλέστερο περιβάλλον εργασίας, είναι πιθανό η μαφία ως οργάνωση να σχηματίστηκε αυτή την περίοδο, γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα.

Η μαφία μετά την ενοποίηση της Ιταλίας

Από το 1860, τη χρονιά που η Σικελία και τα Παπικά κράτη ενσωματώθηκαν στο νέο ενοποιημένο ιταλικό κράτος, οι Πάπες πρόσκεινταν εχθρικά στο νέο κράτος. Από το 1870 ο Πάπας δήλωνε ότι ήταν πολιορκημένος από το ιταλικό κράτος και ενεθάρρυνε τους καθολικούς να αρνηθούν κάθε συνεργασία με το κράτος. Στην ηπειρωτική Ιταλία αυτό είχε ειρηνικό χαρακτήρα. Η Σικελία ήταν πολύ καθολική, αν και με πολύ τοπικό τρόπο, και έβλεπε με καχυποψία τους ξένους. Η τριβή μεταξύ της Εκκλησίας και του ιταλικού κράτους έδωσε μεγάλο πλεονέκτημα σε βίαιες εγκληματικές συμμορίες στη Σικελία, οι οποίες περνούσαν στους κατοίκους των αγροτικών και των αστικών περιοχών τον ισχυρισμό ότι η συνεργασία με την αστυνομία (η οποία εκπροσωπούσε το νέο ιταλικό κράτος) ήταν αντι-καθολική πράξη. Ήταν την εικοσαετία που ακολούθησε την ενοποίηση του 1860 που ο όρος 'μαφία' επήλθε στην προσοχή του ευρύτερου κοινού, αν και θεωρείτο περισσότερο μια στάση και σύστημα αξιών παρά μια οργάνωση.

Η πρώτη αναφορά της 'μαφίας' σε επίσημη νομική τεκμηρίωση έγινε στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν κάποιος Δρ Γκαλάτι δέχτηκε απειλές από έναν τοπικό μαφιόζο που προσπαθούσε να εκδιώξει τον Γκαλάτι από το λεμονόδασος που ανήκε στον τελευταίο για να το θέσει υπό δικό του έλεγχο. Η προστασία (με εκβιασμό), η κλοπή ζώων και η δωροδοκία κρατικών αξιωματούχων ήταν οι κύριες πηγές εισοδήματος και προστασίας της πρώιμης μαφίας. Η Κόζα Νόστρα πήρε επίσης πολλά στοιχεία από μασονικούς όρκους και τελετουργίες, όπως την περίφημη τελετή μύησης.

Η περίοδος του φασισμού

Κατά τη διάρκεια της φασιστικής περιόδου στην Ιταλία, ο Τσέζαρε Μόρι, νομάρχης του Παλέρμο, χρησιμοποίησε ειδικές εξουσίες που του δόθηκαν για να διώξει τη μαφία, αναγκάζοντας πολλούς μαφιόζους να καταφύγουν στο εξωτερικό από φόβο φυλάκισης. Πολλοί από τους μαφιόζους που έφυγαν πήγαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως ο Τζόζεφ Μπονάνο, που είχε το παρατσούκλι Joe Bananas, ο οποίος ήταν ηγετική μορφή στο αμερικανικό παρακλάδι της μαφίας. Όμως, όταν ο Μόρι άρχισε να διώκει τους μαφιόζους που ανήκαν στη φασιστική ιεραρχία απομακρύνθηκε και οι φασιστικές αρχές δήλωσαν ότι η μαφία είχε διαλυθεί. Παρά την επίθεσή του στα "αδέλφια" τους, ο Μουσολίνι είχε οπαδούς ανάμεσα στη μαφία της Νέας Υόρκης, όπως τον Βίτο Τζενοβέζε.

Η μεταπολεμική αναβίωση

Μετά τον φασισμό, η μαφία απέκτησε ξανά δύναμη στην Ιταλία μόνο μετά που παραδόθηκε η χώρα τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την αμερικανική κατοχή. Οι Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποίησαν τις ιταλικές διασυνδέσεις των Αμερικανών μαφιόζων κατά τη διάρκεια της εισβολής στην Ιταλία και Σικελία το 1943. Ο Λάκι Λουσιάνο και άλλα μέλη της μαφίας που είχαν φυλακιστεί στις ΗΠΑ παρείχαν πληροφορίες στις στρατιωτικές μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ και χρησιμοποίησαν την επιρροή του Λουσιάνο για να διευκολύνουν την προέλαση των αμερικανικών στρατευμάτων. Επιπλέον, ο έλεγχος των λιμανιών από τον Λουσιάνο απέτρεψε σαμποτάζ από πράκτορες των δυνάμεων του Άξονα.

Το αμερικανικό Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών, πρόδρομος της CIA, εσκεμμένα άφησε τη μαφία να επανακτήσει την κοινωνική και οικονομική της θέση ως πολέμιος του κράτους στη Σικελία. Αυτό, σε συνδυασμό με τη συμμαχία των ΗΠΑ και της μαφίας που έγινε το 1943, αποτέλεσε το καθοριστικό σημείο στην ιστορία της μαφίας και τα νέα θεμέλια για τα 60 χρόνια που ακολούθησαν. Άλλοι, όπως ο ιστορικός Φραντσέσκο Ρέντα από το Παλέρμο, υποστήριξαν ότι δεν έγινε ποτέ τέτοια συμμαχία, αλλά ότι η μαφία εκμεταλλεύτηκε το χάος της μετα-φασιστικής Σικελίας για να επανακτήσει την κοινωνική της ισχύ. Επ' αυτού, το Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών πράγματι στην "Έκθεση για το πρόβλημα της Μαφίας", η οποία συντάχθηκε το 1944 από τον πράκτορα Γ.Ε. Σκότεν, επεσήμανε την αναβίωση της μαφίας και προειδοποίησε για τους κινδύνους που μπορούσε να επιφέρει στη δημόσια τάξη και την οικονομική πρόοδο.

Ένα ακόμη όφελος από την προοπτική των αμερικανικών συμφερόντων ήταν ότι πολλοί Σικελοί-Ιταλοί μαφιόζοι ήταν σκληροπυρηνικοί αντι-κομουνιστές. Συνεπώς, ήταν πολύτιμοι συνεργάτες των αντι-κομουνιστών Αμερικανών, οι οποίοι τους χρησιμοποίησαν για να κτυπήσουν τα σοσιαλιστικά και κομουνιστικά στοιχεία στην αμερικανική ναυτιλιακή βιομηχανία, τα αντιστασιακά κινήματα κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τοπικές και περιφερειακές διοικήσεις σε περιοχές όπου είχε δύναμη η μαφία.

Σύμφωνα με τον Άλφρεντ Γ. Μακκόι, ειδικό σε θέματα εμπορίας ναρκωτικών, επιτράπηκε στον Λουσιάνο να διευθύνει το εγκληματικό του δίκτυο από το κελί της φυλακής ως αντάλλαγμα για τη βοήθεια που προσέφερε. Μετά τον πόλεμο, ως επιβράβευση, αποφυλακίστηκε και απελάθηκε στην Ιταλία, όπου μπόρεσε να συνεχίσει την εγκληματική του δράση ανενόχλητος. Πήγε στη Σικελία το 1946 και, σύμφωνα με το βιβλίο του Μακκόι Η πολιτική της ηρωϊνής στη νοτιοανατολική Ασία (1972), προχώρησε σε συμμαχία με την κορσικανική μαφία, η οποία οδήγησε σε ένα τεράστιο διεθνές δίκτυο εμπορίας ηρωίνης, με προμήθεια αρχικά από την Τουρκία και με βάση τη Μασαλία, γνωστό διεθνώς ως "French Connection".

Αργότερα, όταν η Τουρκία άρχισε να μειώνει την παραγωγή οπίου, ο Λουσιάνο χρησιμοποίησε τις διασυνδέσεις του με τους Κορσικανούς για διαβουλεύσεις με Κορσικανούς μαφιόζους στο Νότιο Βιετνάμ. Σε συνεργασία με Αμερικανούς αρχιμαφιόζους, όπως τον Σάντο Τραφικάντε Τζούνιορ, ο Λουσιάνο και οι διάδοχοί του εκμεταλλεύτηκαν τη χαώδη κατάσταση στη νοτιοανατολική Ασία που δημιουργήθηκε από τον πόλεμο του Βιετνάμ για να εγκαταστήσουν μια απόρθητη βάση τροφοδοσίας και διανομής στο "Χρυσό Τρίγωνο", το οποίο σύντομα διοχέτευε τεράστιες ποσότητες ηρωίνης στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Αυστραλία και άλλες χώρες μέσω του στρατού των ΗΠΑ.[5]

Η σύγχρονη μαφία

Τις δεκαετίες του 1980 και 1990, σε έναν πόλεμο αλληλοεξόντωσης συμμοριών, πολλοί σημαντικοί μαφιόζοι δολοφονήθηκαν και μια νέα γενιά μαφιόζων έδωσε περισσότερη έμφαση σε οικονομική εγκληματική δραστηριότητα παρά στις πιο παραδοσιακές επιχειρήσεις προστασίας. Ως αντίδραση στις εξελίξεις αυτές, ο ιταλικός τύπος δημιούργησε τον όρο "Κόζα Νουόβα" ("καινούργιο πράγμα", ως λογοπαίγνιο με το Κόζα Νόστρα), αναφερόμενο στη νέα εκδοχή της οργάνωσης.

Ο βασικός διαχωρισμός στη σικελική μαφία σήμερα είναι μεταξύ των αφεντικών που έχουν καταδικαστεί και βρίσκονται στη φυλακή, κυρίως των Σαλβατόρε 'Τοτό' Ρίινα και Λεολούκα Μπαγκαρέλα, και των αφεντικών που δεν έχουν ακόμη συλληφθεί ή διωχθεί, όπως το "αφεντικό όλων των αφεντικών" (capo di tutti capi) Μπερνάρντο Προβεντσάνο που συνελήφθηκε πρόσφατα. Στους φυλακισμένους υπάρχει αυστηρός έλεγχος, βάσει του ιταλικού νόμου, στην επικοινωνία τους με τον έξω κόσμο, ώστε να μην μπορούν, κατά το δυνατό, να διευθύνουν τις επιχειρήσεις τους πίσω από τα σίδερα. Ο Αντονίνο Τζουφρέ, στενός συνεργάτης του Προβεντσάνο, έγινε πεντίτο σύντομα μετά που συνελήφθηκε το 2002 και ισχυρίστηκε ότι το 1993 η Κόζα Νόστρα είχε άμεση επικοινωνία με εκπροσώπους του Σίλβιο Μπερλουσκόνι όταν εκείνος ετοίμαζε τη δημιουργία της Φόρτσα Ιτάλια.

Η συμφωνία που έγινε, σύμφωνα με τον Τζουφρέ, ήταν η άρση νόμων εναντίον της μαφίας με αντάλλαγμα ψήφους στη Σικελία. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν έχουν επιβεβαιωθεί. Η ιταλική βουλή, με τη στήριξη της Φόρτσα Ιτάλια, επέκτεινε την εφαρμογή συγκεκριμένης νομοθεσίας που θα έληγε το 2002 για άλλα τέσσερα χρόνια, με κάλυψη και σε άλλα εγκλήματα όπως την τρομοκρατία. Όμως, σύμφωνα το περιοδικό L'Espresso, 119 μαφιόζοι - το ένα πέμπτο όσων είχαν φυλακιστεί βάσει τη συγκεκριμένης νομοθεσίας - αφέθηκαν ελεύθεροι σε ατομική βάση.[1] Ο οργανισμός ανθρωπίνων δικαιωμάτων Διεθνής Αμνηστία έχει εκφράσει την ανησυχία του ότι αυτή η νομοθεσία μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να επιτρέψει τη "βάναυση, απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση" των φυλακισμένων.