Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2009

Αλ Καπόνε


Ο Αλ (Αλφόνσος) Καπόνε (Νέα Υόρκη 1899 - 1947 Παλμ Άιλαντ, Φλόριντα) ήταν διαβόητος γκάνγκστερ που έδρασε στις ΗΠΑ και δέσποζε στον κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος από το 1925 έως το 1931...


Γεννήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1899 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης και ήταν το τέταρτο απο τα συνολικά εννέα παιδιά του Γκαμπριέλ Καπόνε και της Τερεσίνα Ραΐολα, Ιταλών μεταναστών απο την Νάπολη. Σε ηλικία μόλις 14 ετών εγκατέλειψε το σχολείο ενώ ήταν ήδη μέλος δύο συμμοριών, στους «Μαχαιροβγάλτες» του Μπρούκλιν κιαι στους «Σαράντα κλέφτες Τζούνιορς». Άρχισε να δουλεύει σε διάφορα μαγαζιά και σύντομα έγινε μέλος της συμμορίας του Μανχάταν «Five Points». Τότε ήταν που έπιασε δουλεία στο πανδοχείο Χάρβαρντ του Φράνκι Γαίηλ. Εκεί απέκτησε και τις ουλές στο αριστερό του μάγουλο, που του χάρισαν το προσωνύμιο «Scarface» (= Σημαδεμένος). Αιτία ήταν ένα τολμηρό σχόλιο για την αδερφή ενός θαμώνα, ο οποίος δεν δίστασε να του χαράξει το μάγουλο.

Στη Νέα Υόρκη ο Καπόνε απέκτησε φήμη σκληρού και ύστερα απο μια δολοφονία, που πιστεύεται οτι διέπραξε, ο Τζόνι Τόριο, αρχηγός της συμμορίας του Καπόνε, τον έπεισε να μετακομίσει στο Σικάγο. Έτσι το 1920 μετακόμισε μαζί με την οικογένειά του, δηλαδή την Ιρλανδή Μαίρη Κάφλιν, την οποία είχε παντρευτεί στις 30 Δεκεμβρίου του 1918 και τον γιό του Άλμπερτ Σόνυ Φράνσις Καπόνε, ο οποίος είχε γεννήθεί στις 4 Δεκεμβρίου του 1918 και έπασχε απο σύφιλη, στο Σικάγο για να γίνει το νούμερο 2 στην ηγεσία της συμμορίας. Κατα την παραμονή του στη Νέα Υόρκη φημολογείται οτι είχε σκοτώσει δύο άτομα.

Στο Σικάγο εγκαταστάθηκε σε ένα σπίτι στην λεωφόρο Σάουθ Πρέρι. Ύστερα απο απόπειρα δολοφονίας, το 1925, εναντίον του Τζών Τόριο απο αντίπαλες συμμορίες και αφού ο πρώτος εγκατέλειψε το Σικάγο, ο Καπόνε ανέλαβε την επιχείρηση. Ο Καπόνε εκμεταλευόμενος την ποτοαπαγόρευση κατάφερε να πολλαπλασιάσει τα κέρδη του και να αναδειχθεί σε έναν απο τους ισχυρότερους γκάνγκστερ των ΗΠΑ. Το 1927 η περιουσία του υπολογιζόταν στα 100.000.000 δολλάρια ελέγχοντας στοιχήματα, κλαμπ, οίκους ανοχής κ.α. Δεν δίστασε μάλιστα να δωροδοκήσει τον δήμαρχο του Σικάγο Ουίλιαμ Χαίλη Τόμσον, τον οποίο μάλιστα βοήθησε να εκλεγεί για δεύτερη φορά στις εκλογές του 1927. Ο δήμαρχος προβλέποντας την διαφαινόμενη ήττα του στις επικείμενες εκλογές, πράγμα που τελικά έγινε, αποφάσισε να αλλάξει τακτική απέναντι στον Καπόνε. Για να απαλλαχθεί διόρισε νέο αστυνομικό διευθυντή με εντολή να συλλάβει τον Καπόνε. Ο Καπόνε τότε εγκατέλειψε το Σικάγο για λόγους ασφαλείας και εγκαταστάθηκε στο Πάλμ Άιλαντ της Φλώριδας.

Στις 14 Φεβρουαρίου του 1929 έμελλε να διαπραχθεί το έγκλημα που έμεινε στην ιστορία ως η σφαγή του «Αγίου Βαλεντίνου». Κάποιοι άντρες του Καπόνε, μεταμφιεσμένοι σε αστυνομικούς, εισέβαλαν αιφνιδιαστικά σε ένα γκαράζ της οδού Κλαρκ 2222. Σκοπός τους ήταν να σκοτώσουν ή έστω να προειδοποιήσουν τον Τζωτζ Μόραν, αρχηγός της συμμορίας του Βορείου Σικάγου. Στο γκαραζ βρισκόντουσαν εκείνη την ώρα επτά άτομα, τα οποία νόμισαν οτι επρόκειτο για έφοδος της αστυνομίας. Ο Τζώρτζ Μόραν βρισκόταν απέναντι και ετοιμαζόταν να διασχίσει τον δρόμο οταν είδε τους άντρες του Καπόνε μεταμφιεσμένους σε αστυνομικούς. Βλεποντάς τους τράπηκε σε φυγή. Οι έξι όμως άντρες του δεν είχαν την ίδια τύχη αφού γαζώθηκαν απο τουλάχιστον 150 σφαίρες. Εκτός απο τους έξι που δολοφονήθηκαν υπήρχε και άλλος ένας, άσχετος με την συμμορία, φίλος του Μόραν.

Ύστερα απο αυτό το περιστατικό η αστυνομία άρχισε τις συστηματικές προσπάθειες για την συλληψή του. Τον Μάϊο του 1929 συνελλήφθη για παράνομη οπλοφορία, καταδικάστηκε σε διετή κάθειρξη αλλά αποφυλακίστηκε εννέα μήνες αργότερα λόγω καλής διαγωγής. Στο μεταξύ είχαν αρχίσει και οι διαδιακασίες για την προσαγωγή του σε δίκη με αφορμή την σφαγή του Αγίου Βενέδικτου. Οι κατηγορίες όμως έπεσαν στο κενό και ο Καπόνε απλώς κλήθηκε να πληρώσει το ποσό των 5.000 δολλαρίων για ασέβεια προς το δικαστήριο. Το 1930 ήταν ο νούμερο ένα πιο επικίνδυνος εγκληματίας της πόλης του Σικάγο.

Ο δρόμος προς το τέλος είχε ανοίξει για τον Καπόνε. Το 1931 και ύστερα απο πολύχρονες έρευνες του επιθεωρητή Ουίλσον ο Καπόνε καταδικάστηκε για φοροδιαφυγή. Η κατηγορία στηρίχθηκε στην μαρτυρία του δικηγόρου του Λώρενς Μάτινγκλυ, σε διάφορα στοιχεία με έσοδα του γκάνγκστερ και σε διάφορες άλλες μαρτυρίες. Αρχικά δέχθηκε τις κατηγορίες, πιστεύοντας οτι θα υπήρχε ευνοϊκή μεταχείρηση. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη με αποτέλεσμα ο Καπόνε να αναιρέσει την αρχική του κατάθεση. Προσπάθειες όπως αυτή της δωροδοκίας των ενόρκων δεν πέτυχαν και έτσι ο δικαστής Ουίλκερσον τον καταδίκασε σε δέκα χρόνια φυλάκιση επιβαλοντάς του ακόμα πρόστιμα 50.000 δολλαρίων.

Το 1932 μεταφέρθηκε στις φυλακές της Αταλάντα και στη συνέχεια σε αυτές του Αλκατράζ. Λίγο μετά το 1935 άρχισε να δείχνει συμπτώματα συφιλιδικής παράνοιας και άρχισε να νοσηλεύεται σε νοσοκομείο. Τον τελευταίο χρόνο της ποινής του βρισκόταν στο Τέρμιναλ Άιλαντ της Καλιφόρνια. Αποφυλακίστηκε στις 16 Νοεμβρίου του 1939 αφού πλήρωσε 37.617,51 δολλάρια και αποσύρθηκε απο στο κτήμμα του στη Φλώριδα.

Απεβίωσε απο ανακοπή καρδιάς στις 25 Ιανουαρίου του 1947 στο σπίτι του στην Φλώριδα. Ο γιος του Άλμπερτ Σόνυ Φράνσις Καπόνε μετά απο λίγα χρόνια άλλαξε το όνομά του σε Φράνσις.

Δεν υπάρχουν σχόλια: